Στο κεφάλαιο αυτό θα περιγράψουμε τις γιορτές και τα πανηγύρια ή “αγιομνήσια” όπως λέγονται στην Σαντορίνη. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ γιορτής και πανηγυριού διότι το πανηγύρι με την έννοια της λέξεως γίνεται συνήθως στα εξωκλήσια του νησιού και έχει μια ξεχωριστή γραφικότητα και χρώμα.
Ας πάρουμε όμως με την σειρά τις γιορτές τις Δεσποτικές, τις Θεομητορικές και των Αγίων, των οποίων η εκκλησία βρίσκεται μέσα στο χωριό και όχι στον κάμπο ή στις πλαγιές των λόφων και των τράφων.
Η περιγραφή μας εδώ πάει πίσω μερικές δεκάδες χρόνια που τα έθιμα και οι παραδόσεις ήταν απαραβίαστες και ετηρούντο σαν ιερή κληρονομιά, χωρίς ούτε ένα γιώτα να αλλάξει από την άγραφη διαθήκη των προγόνων μας.
Την παραμονή της γιορτής οι δρόμοι που οδηγούσαν στην εκκλησία εστρώνοντο με αλισμαριά, βασιλικούς και φασκόμηλα, εν'ω λίγες μέρες πιο μπροστά οι κοπέλες του χωριού γυάλιζαν τους πολυελαίους, τα μανουάλια, τις λυχνίες και τα σαμουντάνια.
Μπαδιέρες και μπαδιεράκια σε διπλούς κάβους δεμένους από την
κορφή του καμπαναριού μέχρι την τούμπα της εκκλησίας κυματίζανε στο φύσημα του αγέρα και μια άλλη δεμένη στο ψηλό άλμπουρο συμπλήρωνε τον εορτάσιμο σημαιοστολισμό. Μέσα στον ναό έλαμπαν τα μπρούτζια και τα ασήμια και στο εικονοστάσι κάτω από κάθε εικόνα εκρέμετο μια χρυσοκέντητη ποδιά, άσπρη ή από βυσσινή βελούδο με ένα Σταυρό στη μέση και κάτω από αυτόν τα γράμματα “Δωρεά εις μνήμην του δούλου Σου....” ή “Εις μνημόσυνον αιώνιον της δούλης Σου....”. Ολόγυρα στις εικόνες υπήρχαν μετάξινες εσάρπες, αφιερώματα γυναικών που δεν είχαν τι να κάνουν δωρεά στη χάρη του Αγίου ή της Αγίας και αφιέρωναν την εσάρπα τους, όταν ήταν άρρωστες ή αυτές ή κανένα από τα παιδιά τους.
Το πρωί την παραμονή της γιορτής μικρά παιδιά αγόρια και κορίτσια κρατώντας πανέρια στα χεράκια τους έπαιρναν βόλτα στα σοκάκια του χωριού και οι γλυκειές παιδιάστικες φωνούλες τους αντηχούσαν στις σοφίτες και στα καρντερίμια. “Ποιός έχει λουλούδια για τον Αγιο...”όνομα του Αγίου” και οι γυναίκες του τα φώναζαν και γέμιζαν τα πανέρια τους με δροσερά τριαντάφυλλα, βιολέτες, μαστιχάκια, βασιλικούς και αβγιολόπουλα για να στολίσουν την εκκλησία.
Η εικόνα του Αγίου που γιόρταζε ήταν γεμάτη με λογής λογής τάματα όπως περιδέραια, ,παμπάλαια ωρολόγια της τσέπης με χονδρές καδένες, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και ασημένια ομοιώματα στρατιωτών για κείνους που εμάχοντο στον πόλεμο και οι μανάδες ή οι γυναίκες τους παρακαλούσαν τον Άγιο να τους προστατεύει, υπήρχαν επίσης χέρια, πόδια, μάτια καρδιές, αυτιά και άλλα τάματα που αντιπροσώπευαν το πονεμένο μέλος του σώματος που ο άρρωστος ικέτευε τον Άγιο να θεραπεύσει.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο κάθε Άγιος ευλάβετο και για ορισμένη αρρώστια όπως ο Άγιος Ιωάννης ο αποκεφαλιστής δια την θέρμη (ελονοσία), η Αγία Παρασκευή για τα μάτια, ο Άγιος Χαράλαμπος για την λέπρα, ο Άγιος Μάμας για τα ζώα κ.λ.
Το απόγευμα της παραμονής κτυπούσε η μεγάλη καμπάνα “κρασμό” τρεις φορές, αυτό ήταν ένα άγγελμα της μεγάλης γιορτής, αλλά και μια προειδοποίηση για αυτούς που δούλευαν στον κάμπο να ετοιμασθούν. Έτσι με τον “κρασμό” οι χωρικοί έπρεπε να σταματήσουν την δουλειά τους στα χωράφια, να κάνουν τον Σταυρό τους και να γυρίσουν στο χωριό.Καμμιά δουλειά δεν γινόταν. Η γριά σταματούσε την σβύα, το αργαλειό ή το πλέξιμο της μπελερίνας, η μωρομάνα την ρόκα ή το πλέξιμο των σκουφουνιών (παιδικές κάλτσες) και η λεύτερη το κέντημα των προικιών της.
Όλοι έπρεπε να πάνε στα σπερνά πριν ψάλλει ο ψάλτης το “ Κύριε εκέκραξα προς Σε....΄”. Όμως οι χωρικοί δεν έβαζαν τα γιορτινά τους. Οι άντρες φορούσαν τα ντρίλια τους με το σκούρο ζωνάρι και την τραγιάσκα της καματερής και άφηνα το κάτασπρο πλατύ ζωνάρι με τα κρούσα και τον παράξενο πλεκτό σκούφο για ανήμερα την γιορτή. Οι γριές έβαζαν το φαντό φουστάνι τους αλλά άφηναν το καφέ λαχούρι τους για την λειτουργία. Οι μωρομάνες πήγαιναν στον εσπερινό με το καινούργιο φουστάνι τους, αλλά την αραχνοϋφαντη εσάρπα, σημάδι της παντρεμένης γυναίκας, θα την φορούσαν την άλλη μέρα.
Μετά τον κρασμό της μεγάλης καμπάνας, κτυπούσε διπλοκάμπανο τρεις φορές και τα σοκάκια του χωριού γέμιζαν από χωρικούς που ανηφόριζαν προς την εκκλησία που γιόρταζε.
Αλλά καμμιά γυναίκα δεν πήγαινε στον εσπερινό χωρίς το τάμα της. Οι γυναίκες κρατούσαν άρτους, κεριά, μοσχολίβανο ή ποτζιά με λάδι και οι άνδρες φλασκιά ή μικρά βαρελάκια με κρασί όχι δε σπάνια και ολόκληρα σέκια τραβετζαρίσματος. Όλα αυτά τα έδιναν στον λιχνιστή (νεωκόρον) και αυτός έβαζε τους άρτους στα πανέρια στην μέση της εκκλησίας και δεξιά και αριστερά “τον οίνον και το έλαιον” που θα ευλογούσε ο Παπάς. Ο μεγάλος εσπερινός άρχιζε μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα με αναμμένα τα κολλωνάτα κεριά στα απαστράπτοντα μανουάλια και στον μεσαίο πολυέλαιο (διότι οι τρεις άναβαν μόνο ανήμερα της γιορτής), ενώ οι λυχνίες μπροστά στο εικονοστάσι φωτοβολούσαν από αγιοκέρια και μεγάλες λαμπάδες. Μετά το “νυν απολύεις τον δούλον Σου...” γινότανε το μοίρασμα του άρτου και σε συνέχεια στον αυλόγυρο της εκκλησίας οι μπαλίδες κερνούσαν μ ένα κεραστάρι (κομμένο κέρατο βοδιού) τους προσκυνητάς και έπεμπαν ευχές ο ένας στον άλλο στον Άγιο του χωριού που γιόρταζε. Οι ευχές τους βγαλμένες κατ' ευθείαν από την ψυχή τους ανακατεύονταν με τα χαρμόσυνα ηχολαλήματα που ανέβαιναν από τις καμπάνες στα ουράνια, θεία δέηση στην Χάρη Του.
Συνεχίζεται .....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου