Τα Παραδοσιακά επαγγέλματα της Σαντορίνης, Θήρας
Οι ανάγκες της καθημερινής ζωής στην Σαντορίνη οδήγησαν στην ανάπτυξη επαγγελμάτων και ασχολιών που σταδιακά εκλείπουν και, που μεταξύ άλλων αποτελούν το υποκείμενο της έρευνας της Λαογραφίας.
Τα επαγγέλματα που εμφανίζονται σε μια περιοχή συνδέονται άρρηκτα με τις αναγκαιότητες που υπάρχουν εκεί.
Οι απαράβατες αναγκαιότητες της οικονομίας της Σαντορίνης οδήγησαν στην δημιουργία και ανάπτυξη επαγγελμάτων παραδοσιακών που σήμερα, αν δεν έχουν σβήσει ακόμα, σιγά – σιγά τείνουν να εκλείψουν ή προσαρμόζονται, αν αυτό είναι δυνατόν στις ανάγκες της εποχής. Κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων, στη Σαντορίνη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ποικίλες ανάγκες της καθημερινής ζωής, αναπτύχθηκαν επαγγέλματα τα οποία για λόγους μεθοδολογίας, μπορούν να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες και αντιστοίχως να εξετασθούν..
Οι κοφινάδες της Σαντορίνης, χρησιμοποιώντας το φερεντίνι, τον κόπανο, το μετράρι και την ψαλίδα και έχοντας ως πρώτη ύλη την λυγαριά, κατασκεύαζαν κοφίνια, κοφάκια και κρασοκόφινα για την μεταφορά των κρασοστάφυλλων και της ντομάτας από τα χωράφια στα εργαστήρια , καλάθια,, τυροβόλια για το στράγγισμα του τυριού, στομάχια ή μουρίσια για τα ζώα , φλασκιά για την μεταφορά του νερού ή του κρασιού στα χωράφια και πολλά άλλα.
Οι βουτσάδες της Σαντορίνης, ήταν ιδιαίτερα περιζήτητοι. Τα υλικά τους ήταν οι ξύλινες ντούγες (βαρελοσανίδες), τα ξύλινα τσέρκια, τα σιδερένια στεφάνια και τα πιρτσίνια. Χρησιμοποιώντας την ταλιατούδα, το σφυρί, την σφήνα, τον τσινιαδόρο, το τηροφούντι, τον ξυλοφά, τον γλύφτρη και άλλα εργαλεία έφτιαχναν άφουρες (χωρητικότητας 1088 οκάδων), βουτσιά 336 οκάδων, μπόμπες (400-600 οκάδων, βαρέλες 40-60 οκάδων.. Οι βουτσάδες πέρα από τα βαρέλια που ήταν για το κρασί κατασκεύαζαν και βαρέλια για το ρακί, το κανιάκ, το τυρί και πολλά άλλα σκεύη απαραίτητα για την κάναβα , όπως κουβάδες, μπίρλια (δοχείο που τοποθετείται στην οπή της κοιλιάς του βαρελιού με χρήση το γέμισμα), της άφουρας για την μεταφορά του κρασιού, το σέκιο για την μέτρηση του κρασιού από τον τραβετζαριστή, το μαστέλο (δοχείο κάτω από την κάνουλα του βαρελιού) , όπως επίσης και οι βούτες όπου πάστωναν το λαρδί του χοίρου, οι αλατσέρες που βάζανε το αλάτσι στο μαεριό και οι γλάστρες που φύτευαν διάφορα φυτά.
Το επάγγελμα του ξυλουργού ήταν και είναι ανεπτυγμένο στην Σαντορίνη καθώς ο ξυλουργός εξακολουθεί να φτιάχνει τα μόμπιλα του σπιτιού: κασέλες του ζυμωτού, τραπέζια καρέκλες , σεντούκια απλά ή πλουμιστά . Μερικοί μάλιστα ήταν και ξυλογλύπτες και κατασκεύαζαν τα τέμπλα των ναών.
Ο Σαμαράς, χρησιμοποιώντας ώς πρώτη ύλη το πρινάρι, κατασκεύαζε το σομάρι αλλά και το ξύλινο, το σαντορνιό άλετρο και το ζυό που το χρησιμοποιούσαν για το ζευγάρισμα.
Ο σιδηρουργός ή γύφτος χρησιμοποιώντας το φυσερό, το σφυρί, το αμόνι, την τσιμπίδα και την δύναμη της φωτιάς κατασκεύαζε τις τσάπες, το υνί του αρότρου, τα πελέκια,, τα πέταλα για τα ζώα, τα εργαλεία του καραβομαραγκού και του βαρελά, μαχαίρια, τα φερεντίνια, κλειδαριές και
κλειδιά.
Οι λατόμοι, είτε δουλεύοντας στο Μέσα Βουνό είτε στα ορυχεία εξόρυξης της Θηραϊκής γής, ήταν ένα από τα επαγγέλματα που είχαν να κάνουν με την Θηραϊκή γη.
Οι ασβεστάδες, κουβαλούσαν τα πετρώματα με τα γαϊδούρια ή τα μουλάρια και τα πήγαιναν στα ασβεστοκάμινα.. Ο μεγαλύτερος φόβος του ασβεστά ήταν η βροχή.
Οι χτίστες.
Ο φαναρτζής, ο οποίος δουλεύοντας τσίγγους και φύλλαατσαλιού έφτιαχνε δοχεία, τεπόζιτα, νιπτήρες, λαδικά , κανάτια. Κυρίως κατασκεύαζε λυχνάρια και φανάρια και γιαυτό τον έλεγαν και φαναρτζή.
Οι Μυλωνάδες, κατασκευαστές των ανεμόμυλων. Αυτοί χρησιμοποιώντας το μυλοκόπι, μυλόκοφταν τις μυλόπετρες, την απαναριά (πάνω πέτρα του μύλου) και την καταριά (κάτω πέτρα του μύλου). Οι μυλωνάδες μετά το πελέκημα, την συναρμολόγηση, με χρήση γύψου, σε σχήμα κύκλου (διαμέτρου 1,2-1,4 μ.) των πολλών σε ακανόνιστα σχήματα πετρών (γρανιτικός τραχείτης) και την συγκράτησή τους με σιδερένια στεφάνια, προχωρούσαν στο μυλόκομμα ή χάραγμα, το οποίο απαιτούσε εξαιρετική γνώση, έτσι ώστε το σιτηρό ερχόμενο στις πέτρες να μην μετατρέπεται αμέσως σε αλεύρι, αλλά να σπάζει στην αρχή σε 2-4 κομμάτια και στη συνέχεια προχωρώντας προς την περιφέρεια, να τρίβεται όλο και σε πιο μικρά κομμάτια και να αλευροποιείται. Οι Μυλωνάδες ασχολούνταν και με το κατασκευή όλου του ανεμόμυλου. Τον έχτιζαν, έφτιαχναν τις αντένες (ξύλινος σκελετός της πτερωτής), έκοβαν τα τριγωνικού σχήματος πανιά και έραβαν με την βοήθεια του βαρδαμά (στρογγυλό κομμάτι μετάλλου το οποίο συγκρατείται στην παλάμη με πανί για μην πληγώνεται κατά το ράψιμο του σκληρού καραβάπανου), κατασκεύαζαν το αξόνι ή ρόδα (κεντρικός άξονα που μεταδίδει την κίνηση της πτερωτής), την ανέμη (ξύλινο γρανάζι που παίρνει κίνηση από την ρόδα για να την ματαδώσει στην απαναριά πέτρα), την καραβίδα (ξύλινο κουτί σχήματος ανεστραμμένης τετράφωνης πυραμίδας στην οποία τοποθετείται το σιτάρι ή κριθάρι που θα τροφοδοτεί τις πέτρες) και την από μαζόχορτα κονική στέγη ή κουκούλα του μύλου.
Ο ράφτης με τα ντρίλινα υφάσματα και τις σαντορινιές κλωστές έραβε τα ρούχα της καματερής (εργάσι μης ημέρας) και της σκολής (της εορτής), όπως για τους άνδρες τα σουρλιά (παντελόνια), τα σκούρα αλατζαδένια πουκάμισα, τα σοκάρδια (γιλέκα) και τις καναβίτσες (σακάκια) και για τις γυναίκες τις καμιζόλες (κεντημένα πουκάμισα), τα μισοφόρια, τις μαύρες αλταζένιες φούστες, τους μπούστους (σακάκια χωρίς μανίκια), τα αλατζαδένια φορέματα και τις εσάρπες.
Ο τσαγκάρης έφτιαχνε παπούτσια από γνήσιο δέρμα, ανάλογα πάντα με την οικονομική και κοινωνική θέση του παραγγελιοδότη. Για τις γυναίκες φτιάχνονταν κουντούρες ή χλάπες (τσόκαρα) αλλά και σκαλπίνες (είδος χονδρής κάλτσας) οι οποίες βέβαια δεν είχαν μπανλούχια (πέλματα) ήταν όμως για λόγους διακοσμητικούς, επενδεδυμένες με κεντητά ή πλεχτά πανάκια. Ασφαλώς για όλους δεν έλειπαν τα απλά παπούτσια.
Ο ακονιστής ή τροχιστής ήταν πλανόδιος και ακόνιζε μαχαίρια , ψαλίδια κλπ με τα σύνεργά του, τον τροχό και τις ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν από σμυριδόπετρα από την Νάξο και γύριζε με τον πατητήρα, όταν κινούσε το πόδι και με το ακόνι (πλάκα από σκληρή πέτρα) έτριβε το μαχαίρι για να ακονιστεί.
Ο γανωματής ή καλατζής και αυτός πλανόδιος ήταν συντηρητής των οικιακών σκευών, των καζανιών – λεβήτων για τις πανηγύρεις και της ρακής. Γύριζε στα χωριά φωνάζοντας “ ο γανωματής, χαλκώματα να γανώσω” και τα επισκεύαζε χρησιμοποιώντας την φωτιά, την μασιά, την σιδερωστιά, το νέφτι, το καλάι και κομμάτια από σίδερο.
Ο δραγάτης ή ντραγάτης ήταν ο αγροφύλακας και επόπτευε αγναντεύοντας τα χωράφια από ψηλά.
Ο άνθρωπος με το φανάρι επίσης πλανόδιος ήταν αυτός που γυρνούσε στα χωριά και ξυπνούσε τους τρατάρηδες για να πάνε στο γιαλό. Αυτός ξυπνούσε με το τρίτο κράξιμο του πετεινού, “ ανέβαινε στο ταρατσί και έριχνε μια ματιά στ' άστρα κι ερευνούσε τα συθέμελα. Αφούσ ιγουρευόταν για τον καιρό, άναβε το φανάρι του και ανεβόλαζε τα σοκάκια του χωριού, σταματούσε στο σπίτι του κάθε τρατάρη, τον φώναζε.... και τραβούσε για άλλη γειτονιά (Ρούσσος Μάρκος 1971,259)
Ο γιατρός και η γιάτραινα ή αλλιώς φονιάς και η πρακτικιά ήταν αυτοί που με διάφορα βότανα (βασιλικόχορτο, ανεζόχα, γαλατσίδα και άλλα) και παρασκευάσματα θεράπευαν ασθένειες όπως το καλαγκάθι, η ρυζιμπίλα, το πετρόκομμα, η μπούζα, η πόντα, ο πονέματος, ο τριχοφάς, τα χελώνια, κ.α. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα ακόλουθα: “ προς θεραπεία του καρφιού (καλαγκαθιού) χρησιμοποιείται κοπριά μαύρης κότας... Άμα κανείς έχει ρυζιμπίλα βάζουν ένα παιδί να κατουρήσει σε ένα πανί και με αυτό την πλύνουμε για να την μαγαρίσουμε.... Για το πετρόκομα πρέπει άμα κνιάσει να το σχίσουν με μαχαίρι και κατόπι του βάζουν κεραλοιφή ή σφάζουν ένα πουλάκι και το ανοίγουν και έτσι ζεστό με το αίμα το φασκιώνουν στο πόδι και το δένουν.... Για να περάσει η μπούζα κοπανίζουνε κύμινο, το κάνουνε σκόνη, το ανακατεύουν με το μέλι, τα βάζουν σε ένα πανί και δένονται... Για την πόντα βάζουν απάνω στον πόνο ένα φύλλο ξερό καπνό αφού πρώτα το βουτήσουν στο γλυκάδι ή όταν η πόντα δεν περνά βάζουνε το βυζικάντο αυτό τρανά υγρό και κάνει φούσκες, τρυπάνε φούσκα για να χυθεί το υγρό και μετά βάζουνε ένα φύλλο τσιγαρόχαρτο αλειμμένο με λάδι για να περάσει η πληγή ..... Όταν έχουν πονέματο πρέπει από μια γυναίκα βυζαναριά, που να βυζάνει σερνικό παιδί να στάξεις τρεις σταγώνες γάλα σε κάθε μάτι ή να κατουρήσει σερνικό παιδί στα χέρια σου και με αυτό να πλύνεις τα μάτια σου..... Για τον τριχοφά καίνε ψάθα την κάνουν σκόνη, την ανακατεύουν με λάδι και με αυτό αλοίφουν το μέρος που πέφτουν οι τρίχες..... για τα χελώνια παίρνουν κουτσουλιές από κόκκινη κότα κι αλοίφουν π΄πανω στα χελώνια και περνούν...” (Ζάννος Ελευθέριος, Κ.Ε.Ε.Λ. 2081,112 κ.ε.)
Η μαμμή είναι αυτή που “λευτέρωνε την επίτοκο” με τον ακόλουθο τρόπο: “ Εις το μέσον του δωματίου η μαμμή τοποθετούσε το σκαμνί. Έμπροσθεν αυτού έβαζε ένα κόσκινο αναποδογυρισμένο κι από πάνω του έβαζε ένα συνηθόπανο. Στην άκρη του σκαμνιού καθόταν η επίτοκος και μπροστά από αυτή γονατιστή η μαμμή επερίμενε να πέσει το παιδί επάνω στο κόσκινο. Το τύλιγε στο συνηθόπανο και το πήγαινε στο κρεβάτι. Η μαμμή φρόντιζε επίσης για τις πρώτες περιποιησεις της λεχώνας (εξαγωγή του υστέρου, ανάταξη της μήτρας, καθαρισμός του προσώπου με γλυκάνισο ή με την κατουρημένη πάνα του νεογνού) και του νεογνού (αφαλόκομα, αλάτισμα και λούσιμο με βρασμένα λεμονόφυλλα, ασμπαρόζα, αλισμαρί, τρία αμύγδαλα αν είναι αγόρι, κρασί αλάτι ζάχαρη και ψωμί -, σπαργάνωμα και φάσκιωμα, διάπλαση του κρανίου, το οποίο σφίγγεται και “πιτώνεται σταυρωτά για γίνει η κεφαλή στρογγυλή και όχι πεπωνάτη”) Η μαμμή πρι παραδώσει το βρέφος στη μητέρα φροντίζει και για το ξελαίμισμά του. Ξελαιμίζει το μωρό, το καθαρίζει δια οτυ δακτύλου της, το οποίο έχει αλειμένο με ζάχαρη για να μην ξερνά. Το σταυρώνει και το γητεύει προς πρόληψιν παντός κακού. Παίρνει 9 κλαδάκια αμπελιάς (κλίμα) με τρεις κόμπους, σταυρώνει το νήπιο και λέει:
Έλα Αγιά μου Φωτινή
και Παναγιά μου Αμοργινή με το μονογενή σου.
Είπε η Παναγιά του γιού της,
γιέ μου και μονογενή μου το παιδί της να 'ναι καλά
και ότι κακό του τύχη στα όρη στα βουνά.
Συνεχίζεται ......
Βιβλιογραφία: Παραδοσιακά Σαντορινιά επαγγέλματα & ασχολίες – Νικολάου Ι. Σιγάλα
Ζευγάρισμα , ΓεωργικόςΒίος - Στην φωτογραφία ο Μιχάλης Καραμολέγκος απ το Εμπορείο. |
Τα επαγγέλματα που εμφανίζονται σε μια περιοχή συνδέονται άρρηκτα με τις αναγκαιότητες που υπάρχουν εκεί.
Οι απαράβατες αναγκαιότητες της οικονομίας της Σαντορίνης οδήγησαν στην δημιουργία και ανάπτυξη επαγγελμάτων παραδοσιακών που σήμερα, αν δεν έχουν σβήσει ακόμα, σιγά – σιγά τείνουν να εκλείψουν ή προσαρμόζονται, αν αυτό είναι δυνατόν στις ανάγκες της εποχής. Κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων, στη Σαντορίνη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ποικίλες ανάγκες της καθημερινής ζωής, αναπτύχθηκαν επαγγέλματα τα οποία για λόγους μεθοδολογίας, μπορούν να χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες και αντιστοίχως να εξετασθούν..
Ο Γιώργος Καφούρος (Κοφινάς) απ το Μεγαλοχώρι. |
Οι Βουτσάδες της Σαντορίνης - Ο Μανώλης Σιγάλας απ το Μεγαλοχώρι |
Ξυλουργός Ο Ελευθέριος Μελιχούρτης |
Ο Σαμαράς, χρησιμοποιώντας ώς πρώτη ύλη το πρινάρι, κατασκεύαζε το σομάρι αλλά και το ξύλινο, το σαντορνιό άλετρο και το ζυό που το χρησιμοποιούσαν για το ζευγάρισμα.
Ο σιδηρουργός ή γύφτος χρησιμοποιώντας το φυσερό, το σφυρί, το αμόνι, την τσιμπίδα και την δύναμη της φωτιάς κατασκεύαζε τις τσάπες, το υνί του αρότρου, τα πελέκια,, τα πέταλα για τα ζώα, τα εργαλεία του καραβομαραγκού και του βαρελά, μαχαίρια, τα φερεντίνια, κλειδαριές και
κλειδιά.
Οι λατόμοι, είτε δουλεύοντας στο Μέσα Βουνό είτε στα ορυχεία εξόρυξης της Θηραϊκής γής, ήταν ένα από τα επαγγέλματα που είχαν να κάνουν με την Θηραϊκή γη.
Οι ασβεστάδες, κουβαλούσαν τα πετρώματα με τα γαϊδούρια ή τα μουλάρια και τα πήγαιναν στα ασβεστοκάμινα.. Ο μεγαλύτερος φόβος του ασβεστά ήταν η βροχή.
Οι χτίστες.
Ο φαναρτζής, ο οποίος δουλεύοντας τσίγγους και φύλλαατσαλιού έφτιαχνε δοχεία, τεπόζιτα, νιπτήρες, λαδικά , κανάτια. Κυρίως κατασκεύαζε λυχνάρια και φανάρια και γιαυτό τον έλεγαν και φαναρτζή.
Οι Μυλωνάδες, κατασκευαστές των ανεμόμυλων. Αυτοί χρησιμοποιώντας το μυλοκόπι, μυλόκοφταν τις μυλόπετρες, την απαναριά (πάνω πέτρα του μύλου) και την καταριά (κάτω πέτρα του μύλου). Οι μυλωνάδες μετά το πελέκημα, την συναρμολόγηση, με χρήση γύψου, σε σχήμα κύκλου (διαμέτρου 1,2-1,4 μ.) των πολλών σε ακανόνιστα σχήματα πετρών (γρανιτικός τραχείτης) και την συγκράτησή τους με σιδερένια στεφάνια, προχωρούσαν στο μυλόκομμα ή χάραγμα, το οποίο απαιτούσε εξαιρετική γνώση, έτσι ώστε το σιτηρό ερχόμενο στις πέτρες να μην μετατρέπεται αμέσως σε αλεύρι, αλλά να σπάζει στην αρχή σε 2-4 κομμάτια και στη συνέχεια προχωρώντας προς την περιφέρεια, να τρίβεται όλο και σε πιο μικρά κομμάτια και να αλευροποιείται. Οι Μυλωνάδες ασχολούνταν και με το κατασκευή όλου του ανεμόμυλου. Τον έχτιζαν, έφτιαχναν τις αντένες (ξύλινος σκελετός της πτερωτής), έκοβαν τα τριγωνικού σχήματος πανιά και έραβαν με την βοήθεια του βαρδαμά (στρογγυλό κομμάτι μετάλλου το οποίο συγκρατείται στην παλάμη με πανί για μην πληγώνεται κατά το ράψιμο του σκληρού καραβάπανου), κατασκεύαζαν το αξόνι ή ρόδα (κεντρικός άξονα που μεταδίδει την κίνηση της πτερωτής), την ανέμη (ξύλινο γρανάζι που παίρνει κίνηση από την ρόδα για να την ματαδώσει στην απαναριά πέτρα), την καραβίδα (ξύλινο κουτί σχήματος ανεστραμμένης τετράφωνης πυραμίδας στην οποία τοποθετείται το σιτάρι ή κριθάρι που θα τροφοδοτεί τις πέτρες) και την από μαζόχορτα κονική στέγη ή κουκούλα του μύλου.
Ο ράφτης με τα ντρίλινα υφάσματα και τις σαντορινιές κλωστές έραβε τα ρούχα της καματερής (εργάσι μης ημέρας) και της σκολής (της εορτής), όπως για τους άνδρες τα σουρλιά (παντελόνια), τα σκούρα αλατζαδένια πουκάμισα, τα σοκάρδια (γιλέκα) και τις καναβίτσες (σακάκια) και για τις γυναίκες τις καμιζόλες (κεντημένα πουκάμισα), τα μισοφόρια, τις μαύρες αλταζένιες φούστες, τους μπούστους (σακάκια χωρίς μανίκια), τα αλατζαδένια φορέματα και τις εσάρπες.
Ο τσαγκάρης έφτιαχνε παπούτσια από γνήσιο δέρμα, ανάλογα πάντα με την οικονομική και κοινωνική θέση του παραγγελιοδότη. Για τις γυναίκες φτιάχνονταν κουντούρες ή χλάπες (τσόκαρα) αλλά και σκαλπίνες (είδος χονδρής κάλτσας) οι οποίες βέβαια δεν είχαν μπανλούχια (πέλματα) ήταν όμως για λόγους διακοσμητικούς, επενδεδυμένες με κεντητά ή πλεχτά πανάκια. Ασφαλώς για όλους δεν έλειπαν τα απλά παπούτσια.
Ο ακονιστής ή τροχιστής ήταν πλανόδιος και ακόνιζε μαχαίρια , ψαλίδια κλπ με τα σύνεργά του, τον τροχό και τις ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν από σμυριδόπετρα από την Νάξο και γύριζε με τον πατητήρα, όταν κινούσε το πόδι και με το ακόνι (πλάκα από σκληρή πέτρα) έτριβε το μαχαίρι για να ακονιστεί.
Ο γανωματής ή καλατζής και αυτός πλανόδιος ήταν συντηρητής των οικιακών σκευών, των καζανιών – λεβήτων για τις πανηγύρεις και της ρακής. Γύριζε στα χωριά φωνάζοντας “ ο γανωματής, χαλκώματα να γανώσω” και τα επισκεύαζε χρησιμοποιώντας την φωτιά, την μασιά, την σιδερωστιά, το νέφτι, το καλάι και κομμάτια από σίδερο.
Ο δραγάτης ή ντραγάτης ήταν ο αγροφύλακας και επόπτευε αγναντεύοντας τα χωράφια από ψηλά.
Ο άνθρωπος με το φανάρι επίσης πλανόδιος ήταν αυτός που γυρνούσε στα χωριά και ξυπνούσε τους τρατάρηδες για να πάνε στο γιαλό. Αυτός ξυπνούσε με το τρίτο κράξιμο του πετεινού, “ ανέβαινε στο ταρατσί και έριχνε μια ματιά στ' άστρα κι ερευνούσε τα συθέμελα. Αφούσ ιγουρευόταν για τον καιρό, άναβε το φανάρι του και ανεβόλαζε τα σοκάκια του χωριού, σταματούσε στο σπίτι του κάθε τρατάρη, τον φώναζε.... και τραβούσε για άλλη γειτονιά (Ρούσσος Μάρκος 1971,259)
Ο γιατρός και η γιάτραινα ή αλλιώς φονιάς και η πρακτικιά ήταν αυτοί που με διάφορα βότανα (βασιλικόχορτο, ανεζόχα, γαλατσίδα και άλλα) και παρασκευάσματα θεράπευαν ασθένειες όπως το καλαγκάθι, η ρυζιμπίλα, το πετρόκομμα, η μπούζα, η πόντα, ο πονέματος, ο τριχοφάς, τα χελώνια, κ.α. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα ακόλουθα: “ προς θεραπεία του καρφιού (καλαγκαθιού) χρησιμοποιείται κοπριά μαύρης κότας... Άμα κανείς έχει ρυζιμπίλα βάζουν ένα παιδί να κατουρήσει σε ένα πανί και με αυτό την πλύνουμε για να την μαγαρίσουμε.... Για το πετρόκομα πρέπει άμα κνιάσει να το σχίσουν με μαχαίρι και κατόπι του βάζουν κεραλοιφή ή σφάζουν ένα πουλάκι και το ανοίγουν και έτσι ζεστό με το αίμα το φασκιώνουν στο πόδι και το δένουν.... Για να περάσει η μπούζα κοπανίζουνε κύμινο, το κάνουνε σκόνη, το ανακατεύουν με το μέλι, τα βάζουν σε ένα πανί και δένονται... Για την πόντα βάζουν απάνω στον πόνο ένα φύλλο ξερό καπνό αφού πρώτα το βουτήσουν στο γλυκάδι ή όταν η πόντα δεν περνά βάζουνε το βυζικάντο αυτό τρανά υγρό και κάνει φούσκες, τρυπάνε φούσκα για να χυθεί το υγρό και μετά βάζουνε ένα φύλλο τσιγαρόχαρτο αλειμμένο με λάδι για να περάσει η πληγή ..... Όταν έχουν πονέματο πρέπει από μια γυναίκα βυζαναριά, που να βυζάνει σερνικό παιδί να στάξεις τρεις σταγώνες γάλα σε κάθε μάτι ή να κατουρήσει σερνικό παιδί στα χέρια σου και με αυτό να πλύνεις τα μάτια σου..... Για τον τριχοφά καίνε ψάθα την κάνουν σκόνη, την ανακατεύουν με λάδι και με αυτό αλοίφουν το μέρος που πέφτουν οι τρίχες..... για τα χελώνια παίρνουν κουτσουλιές από κόκκινη κότα κι αλοίφουν π΄πανω στα χελώνια και περνούν...” (Ζάννος Ελευθέριος, Κ.Ε.Ε.Λ. 2081,112 κ.ε.)
Η μαμμή είναι αυτή που “λευτέρωνε την επίτοκο” με τον ακόλουθο τρόπο: “ Εις το μέσον του δωματίου η μαμμή τοποθετούσε το σκαμνί. Έμπροσθεν αυτού έβαζε ένα κόσκινο αναποδογυρισμένο κι από πάνω του έβαζε ένα συνηθόπανο. Στην άκρη του σκαμνιού καθόταν η επίτοκος και μπροστά από αυτή γονατιστή η μαμμή επερίμενε να πέσει το παιδί επάνω στο κόσκινο. Το τύλιγε στο συνηθόπανο και το πήγαινε στο κρεβάτι. Η μαμμή φρόντιζε επίσης για τις πρώτες περιποιησεις της λεχώνας (εξαγωγή του υστέρου, ανάταξη της μήτρας, καθαρισμός του προσώπου με γλυκάνισο ή με την κατουρημένη πάνα του νεογνού) και του νεογνού (αφαλόκομα, αλάτισμα και λούσιμο με βρασμένα λεμονόφυλλα, ασμπαρόζα, αλισμαρί, τρία αμύγδαλα αν είναι αγόρι, κρασί αλάτι ζάχαρη και ψωμί -, σπαργάνωμα και φάσκιωμα, διάπλαση του κρανίου, το οποίο σφίγγεται και “πιτώνεται σταυρωτά για γίνει η κεφαλή στρογγυλή και όχι πεπωνάτη”) Η μαμμή πρι παραδώσει το βρέφος στη μητέρα φροντίζει και για το ξελαίμισμά του. Ξελαιμίζει το μωρό, το καθαρίζει δια οτυ δακτύλου της, το οποίο έχει αλειμένο με ζάχαρη για να μην ξερνά. Το σταυρώνει και το γητεύει προς πρόληψιν παντός κακού. Παίρνει 9 κλαδάκια αμπελιάς (κλίμα) με τρεις κόμπους, σταυρώνει το νήπιο και λέει:
Έλα Αγιά μου Φωτινή
και Παναγιά μου Αμοργινή με το μονογενή σου.
Είπε η Παναγιά του γιού της,
γιέ μου και μονογενή μου το παιδί της να 'ναι καλά
και ότι κακό του τύχη στα όρη στα βουνά.
Συνεχίζεται ......
Βιβλιογραφία: Παραδοσιακά Σαντορινιά επαγγέλματα & ασχολίες – Νικολάου Ι. Σιγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου