Όπως αναφέρουν πολλές γραπτές μαρτυρίες της Ιεράς, σεβάσμιας και αυτοκρατορικής Μονής του Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ακόμα δε και Θηραϊκό έγγραφο του έτους 1830, κατά το μήνα Ιούνιο του 1820 εστάλησαν στη Κρήτη για τη διάσωσή της, από την επιδημία πανώλης, ιερά λείψανα, ανάμεσα στα οποία η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, τμήμα του Τιμίου Ξύλου, εντός Τιμίου Σταύρου και η κάρα του αγίου Ανδρέα, επισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, με τη συνοδεία των ιερομόναχων Νεοφύτου και Αμβροσίου, του ιεροδιακόνου Παρθενίου και των μοναχών Διονυσίου και Δωροθέου.
Λόγω των ανελέητων σφαγών των Τούρκων, οι μεν δύο ιερομόναχοι και ο μοναχός Διονύσιος θανατώθηκαν, ο δε ιεροδιάκονος και ο μοναχός Δωρόθεος, στη προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα άγια λείψανα, κατέφυγαν στο Αγγλικό προξενείο. Όμως και σε αυτό ο κίνδυνος σφαγής ήταν ορατός. Φύλαξαν, λοιπόν, την Τιμία Ζώνη στο τζεπχανέ (αποθήκη), μαζί με όλα τα αφιερώματα των χριστιανών και τη νύχτα από τα παράθυρα του προξενείου τους
κατέβασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου, όπου τους περίμενε πλοίο έτοιμο για να τους μεταφέρει στο Άγιον Όρος.Λόγω των ανελέητων σφαγών των Τούρκων, οι μεν δύο ιερομόναχοι και ο μοναχός Διονύσιος θανατώθηκαν, ο δε ιεροδιάκονος και ο μοναχός Δωρόθεος, στη προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα άγια λείψανα, κατέφυγαν στο Αγγλικό προξενείο. Όμως και σε αυτό ο κίνδυνος σφαγής ήταν ορατός. Φύλαξαν, λοιπόν, την Τιμία Ζώνη στο τζεπχανέ (αποθήκη), μαζί με όλα τα αφιερώματα των χριστιανών και τη νύχτα από τα παράθυρα του προξενείου τους
Και οι πρόξενοι απειλούμενοι από τους άγριους Οθωμανούς, άρχισαν ν' αναχωρούν ο ένας μετά τον άλλον για την Ευρώπη, για λόγους ασφάλειας.
Το πλοίο, όμως, του Άγγλου προξένου Δομίνικου Σανταντωνίου, στο οποίο είχε επιβιβαστεί με την οικογένειά του και που είχε μαζί της τα ιερά λείψανα, λόγω του
αντίθετου ανέμου και απειλούμενο από τα πλοία του Τούρκικου στόλου, προσέγγισε στο λιμάνι της Σαντορίνης στις αρχές του 1821, όπου και παρέμεινε . Από τον όρμο Αθηνιός του νησιού, ο πρόξενος ανέβηκε στα Φυρά, κρατώντας κρυμμένα τα άγια λείψανα ακόμα και από τους Βατοπαιδινούς μοναχούς. Παραδόξως, όμως, εκεί συνάντησε αρκετούς Κρήτες πρόσφυγες, γνωστούς στη οικογένειά του.
Λόγω δε των πολεμικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο πρόξενος αποφάσισε να παραμείνει στη Σαντορίνη, όπου του πρόσφεραν άριστη φιλοξενία οι Καθολικοί του τόπου προς τους οποίους πρόσφερε και ο ίδιος αρκετές υπηρεσίες, ως χειρουργός γιατρός. Για δέκα χρόνια τα αναφερόμενα λείψανα τα είχε με επιμέλεια κρυμμένα, με σκοπό στο μέλλον να τα μεταφέρει σε πόλεις της Ευρώπης και να τα πουλήσει.
Μετά από λίγο καιρό όμως, οι Κρήτες πρόσφυγες του νησιού αποκάλυψαν το μυστικό, ότι δηλαδή ο Άγγλος πρόξενος κατέχει την Τιμία Ζώνη και τα άλλα άγια λείψανα.
Όταν η είδηση διαδόθηκε μέχρι το Άγιον Όρος, ήλθαν να τα παραλάβουν δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί, ο Διονύσιος και ο Στέφανος, έχοντας μαζί τους και τα επίσημα μοναστηριακά Γράμματα για την κυριότητα των λειψάνων, οι οποίοι και πληροφόρησαν σχετικά τον επίσκοπο Σαντορίνης Ζαχαρία.
Αμέσως ο ζηλωτής εκείνος ποιμένας επισκέφτηκε με τον αρχιδιάκονό του Σεραφείμ Καΐρη και τον Αστυνόμο Αντώνιο Ν. Σιγαλά στην οικία του τον Άγγλο πρόξενο, τον οποίο και παρακάλεσαν, να τους παραδώσει τα Άγια λείψανα. Εκείνος, όμως, αρνιόταν να το κάνει, δικαιολογούμενος ότι πιέζεται «υπό του δαίμονος της γυναικός του Στεφανίας», συμφώνα με το θηραϊκό έγγραφο. Τότε ο αστυνόμος μάζεψε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, κλήρο και λαό, έξω από το σπίτι του προξένου, στα Φυρά, με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν χαρμόσυνα.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο πρόξενος Δομίνικος φοβήθηκε το λαό των ορθοδόξων, που παρέμεινε αμετακίνητος όλη τη νύκτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου 1830 έξω από το σπίτι του, και αφού άφησε για λίγο μόνους τους επισκέπτες, πήγε στο εσωτερικό του σπιτιού του και επανήλθε σε λίγο έχοντας την έκφραση του προσώπου του αλλοιωμένη. Αφού δε ετοίμασε τραπέζι, ξαναέφυγε, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Όταν δε γύρισε ανακοίνωσε ότι πήγε στο μοναστήρι των Φράγκων και πήρε το κιβώτιο με τα άγια λείψανα. Αμέσως άναψε στο τραπέζι είκοσι κηροπήγια και αφού θυμίασε το σπίτι του, τους παρευρισκομένους επισκέπτες και τους δύο Βατοπαιδινούς πατέρες, οι οποίοι έφθασαν εν τω μεταξύ, έλαβε με ιεροπρεπή κίνηση τα άγια λείψανα, τα ανύψωσε κλαίγοντας και τα παρέδωσε στα χέρια του αγίου αρχιερέως Σαντορίνης, ο οποίος «κλίνας γόνυ ψυχής και σώματος» τα προσκύνησε με ιερή συγκίνηση και ανέκφραστη χαρά.
Η Θεοτόκος έδειξε και πάλι το θαύμα Της!
Μετά την Ακολουθία του αγιασμού, ο μεν επίσκοπος σήκωσε το χρυσό κιβώτιο με την Τιμία Ζώνη, οι δε αγιορείτες μοναχοί τα άλλα δύο ιερά λείψανα και συνοδευόμενοι από τον ιερό κλήρο και το λαό, έφθασαν με πομπή στον Μητροπολιτικό ναό της πόλεως των Φυρών, όπου έγινε ευχαριστήρια δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό. Όχι δε μόνον οι ορθόδοξοι, αλλά και αυτοί οι Φράγκοι ήρθαν «συν γυναιξί και τέκνοις» και προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια, ενώ πολλοί από πάθη θεραπεύτηκαν και όσοι είχαν δαιμόνια φώναζαν ότι φεύγουν για την δύναμη της Τιμίας Ζώνης!
Στη συνέχεια οι Βατοπαιδινοί πατέρες τη μετέφεραν για αγιασμό στα υπόλοιπα χωριά του νησιού, όπου «ο λαός ως σμήνος μελισσών» ερχόταν , να προσκυνήσει το άγιο Θεομητορικό λείψανο, το οποίον «ευωδίαζε άρρητον ευωδία», κατά την ακριβή διατύπωση του Θηραϊκού εγγράφου.
Μετά τρείς μήνες, από την ημέρα της ευρέσεως, οι μοναχοί συνοδευόμενοι από πολλούς κατοίκους των Θυρών, που έφεραν συνεισφορές των χριστιανών, αφιερώματα και δωρεές - μεταξύ των οποίων πεντάφωτη χρυσή λυχνία με το όνομα «ΘΗΡΑ» - έφεραν τα ιερά λείψανα στη Μονή Βατοπαιδίου, και όλοι οι μοναχοί με πνευματική χαρά, έκαναν «παννύχιο αγρυπνία» την ήμερα εκείνη. Επίσης έκριναν σωστό, όπως ο εορτασμός της ευρέσεως και φανερώσεως της Τιμίας Ζώνης γίνεται κάθε χρόνο τη δεκάτη Οκτωβρίου, εις τιμήν και μνήμη της Ύπεραγίας Θεοτόκου, γεγονός το οποίο συνεχίζεται ως σήμερα.
πηγή: Ματθαίου Ε. Μηνδρινού, Ασματική Ακολουθία εις ανάμνησιν της ευρέσεως της Τιμίας Ζώνης της ΘεοτόκουἘντιμότατε καί ἀγαπητέ μου κ. Μηνδρινέ,
Όταν η είδηση διαδόθηκε μέχρι το Άγιον Όρος, ήλθαν να τα παραλάβουν δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί, ο Διονύσιος και ο Στέφανος, έχοντας μαζί τους και τα επίσημα μοναστηριακά Γράμματα για την κυριότητα των λειψάνων, οι οποίοι και πληροφόρησαν σχετικά τον επίσκοπο Σαντορίνης Ζαχαρία.
Αμέσως ο ζηλωτής εκείνος ποιμένας επισκέφτηκε με τον αρχιδιάκονό του Σεραφείμ Καΐρη και τον Αστυνόμο Αντώνιο Ν. Σιγαλά στην οικία του τον Άγγλο πρόξενο, τον οποίο και παρακάλεσαν, να τους παραδώσει τα Άγια λείψανα. Εκείνος, όμως, αρνιόταν να το κάνει, δικαιολογούμενος ότι πιέζεται «υπό του δαίμονος της γυναικός του Στεφανίας», συμφώνα με το θηραϊκό έγγραφο. Τότε ο αστυνόμος μάζεψε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, κλήρο και λαό, έξω από το σπίτι του προξένου, στα Φυρά, με τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν χαρμόσυνα.
Εξαιτίας όλων αυτών, ο πρόξενος Δομίνικος φοβήθηκε το λαό των ορθοδόξων, που παρέμεινε αμετακίνητος όλη τη νύκτα της 9ης προς τη 10η Οκτωβρίου 1830 έξω από το σπίτι του, και αφού άφησε για λίγο μόνους τους επισκέπτες, πήγε στο εσωτερικό του σπιτιού του και επανήλθε σε λίγο έχοντας την έκφραση του προσώπου του αλλοιωμένη. Αφού δε ετοίμασε τραπέζι, ξαναέφυγε, γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Όταν δε γύρισε ανακοίνωσε ότι πήγε στο μοναστήρι των Φράγκων και πήρε το κιβώτιο με τα άγια λείψανα. Αμέσως άναψε στο τραπέζι είκοσι κηροπήγια και αφού θυμίασε το σπίτι του, τους παρευρισκομένους επισκέπτες και τους δύο Βατοπαιδινούς πατέρες, οι οποίοι έφθασαν εν τω μεταξύ, έλαβε με ιεροπρεπή κίνηση τα άγια λείψανα, τα ανύψωσε κλαίγοντας και τα παρέδωσε στα χέρια του αγίου αρχιερέως Σαντορίνης, ο οποίος «κλίνας γόνυ ψυχής και σώματος» τα προσκύνησε με ιερή συγκίνηση και ανέκφραστη χαρά.
Η Θεοτόκος έδειξε και πάλι το θαύμα Της!
Μετά την Ακολουθία του αγιασμού, ο μεν επίσκοπος σήκωσε το χρυσό κιβώτιο με την Τιμία Ζώνη, οι δε αγιορείτες μοναχοί τα άλλα δύο ιερά λείψανα και συνοδευόμενοι από τον ιερό κλήρο και το λαό, έφθασαν με πομπή στον Μητροπολιτικό ναό της πόλεως των Φυρών, όπου έγινε ευχαριστήρια δοξολογία προς τον πανάγαθο Θεό. Όχι δε μόνον οι ορθόδοξοι, αλλά και αυτοί οι Φράγκοι ήρθαν «συν γυναιξί και τέκνοις» και προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια, ενώ πολλοί από πάθη θεραπεύτηκαν και όσοι είχαν δαιμόνια φώναζαν ότι φεύγουν για την δύναμη της Τιμίας Ζώνης!
Στη συνέχεια οι Βατοπαιδινοί πατέρες τη μετέφεραν για αγιασμό στα υπόλοιπα χωριά του νησιού, όπου «ο λαός ως σμήνος μελισσών» ερχόταν , να προσκυνήσει το άγιο Θεομητορικό λείψανο, το οποίον «ευωδίαζε άρρητον ευωδία», κατά την ακριβή διατύπωση του Θηραϊκού εγγράφου.
Μετά τρείς μήνες, από την ημέρα της ευρέσεως, οι μοναχοί συνοδευόμενοι από πολλούς κατοίκους των Θυρών, που έφεραν συνεισφορές των χριστιανών, αφιερώματα και δωρεές - μεταξύ των οποίων πεντάφωτη χρυσή λυχνία με το όνομα «ΘΗΡΑ» - έφεραν τα ιερά λείψανα στη Μονή Βατοπαιδίου, και όλοι οι μοναχοί με πνευματική χαρά, έκαναν «παννύχιο αγρυπνία» την ήμερα εκείνη. Επίσης έκριναν σωστό, όπως ο εορτασμός της ευρέσεως και φανερώσεως της Τιμίας Ζώνης γίνεται κάθε χρόνο τη δεκάτη Οκτωβρίου, εις τιμήν και μνήμη της Ύπεραγίας Θεοτόκου, γεγονός το οποίο συνεχίζεται ως σήμερα.
πηγή: Ματθαίου Ε. Μηνδρινού, Ασματική Ακολουθία εις ανάμνησιν της ευρέσεως της Τιμίας Ζώνης της ΘεοτόκουἘντιμότατε καί ἀγαπητέ μου κ. Μηνδρινέ,
Έγραψαν επίσης
Ἡ σκέψη σας νά ἀσχοληθῆτε «μετ᾿ ἐπιστήμης» μέ τό θέμα τῆς Εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στή Σαντορίνη, τό ἔτος 1830, καί νά ἐκθέσετε τά κατ᾿ αὐτό, μέ τρόπο γλαφυρό, σᾶς τιμᾶ ἰδιαίτερα. Ἡ ἔκδοση τῆς
μελέτης σας, προϊόν μόχθου πνευματικοῦ, ἐνδελεχοῦς ἐρεύνης καί εὐλαβείας πρός τήν Θεοτόκον, πρόκειται ἀσφαλῶς νά ἀναδείξει μιά ἄγνωστη, ἐν πολλοῖς, πτυχή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας μας, ἐνῶ ταυτόχρονα θά ἀποτελέσει τό ἐντρύφημα τῶν χριστιανῶν μας πού ἐνδιαφέρονται γιά ψυχωφελῆ ἀναγνώσματα. Ἡ παράθεση, ἐξ ἄλλου, τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων θά ἀποτελεῖ ἔμμεση προτροπή πρός τοὺς φιλακόλουθους πιστοὺς νά ψελλίζουν τοὺς ἁγιασμένους ὕμνους πρός τήν Πάναγνον Μητέρα τοῦ Κυρίου μας.
Συγχαίροντες γιά τήν ἀπόφασή σας καί τήν ὑλοποίησή της, εὐχόμεθα ἡ χαριτόβρυτος Τιμία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νά ἀνταμείψει τόν ἱερό μόχθο σας, νά σκέπει δέ καί νά εὐλογεῖ τοὺς χορηγούς τῆς ἐκδόσεως, καί τόν χριστώνυμο λαό τῆς Θήρας καί τῶν λοιπῶν νήσων τῆς μητροπολιτικῆς μας περιφερείας.
Μέ τιμή, εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Θήρας Παντελεήμων
+ Ὁ Θήρας Παντελεήμων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τρία σημαντικά γεγονότα περιλαμβάνει ἡ περίοδος τῆς δεκαετίας 1830-1840 τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς Σαντορίνης. Εἶναι δέ αὐτά κατά χρονολογική σειρά τά ἑξῆς·
α. Ἡ ἀνέγερση καί λειτουργία τοῦ Λοιμοκαθαρτηρίου (Λαζαρέτου) 1829-1830.
β. Ἡ εὕρεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου 1830, καί
γ. Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Περίσσας 1835-1840.
Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ παρουσιάζουμε, χωρίς τίς ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειες, τό δεύτερο γεγονός, δηλαδή τήν εὕρεση τῶν θείων λειψάνων τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετά τμήματος Τιμίου Ξύλου καί τῆς κάρας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἐπισκόπου Κρήτης, κατά τήν 10ην Ὀκτωβρίου 1830 στήν συνοικία τῶν Καθολικῶν στά Φηρά.
Προηγουμένως, ὅμως, προσφέρουμε στόν ἀναγνώστη τήν εὐκαιρία νά γνωρίση μέ πολλή συντομία, τήν ἱστορική παράδοση περί τῆς Τιμίας Ζώνης, ὅπως αὐτή προέρχεται μέσα ἀπό τά ἱστορικά δεδομένα πού εἴχαμε στήν διάθεσή μας, ἡ ἐπιλογή καί κριτική τῶν ὁποίων μᾶς ἀπερρόφησε ἱκανό χρόνο, λόγω τῆς ἀσυμφωνίας πού ὑπάρχει ἀνάμεσά τους.
Πρός τοῦτο καταβλήθηκε προσπάθεια, ὥστε ἡ συγκριτική καί ἀξιολογική αὐτή συσχέτιση νά βασίζεται σέ μιά, ἔστω, ἐνδεικτική βιβλιογράφηση.
Περί τοῦ ἱεροῦ, λοιπόν, ἐκείνου γεγονότος τῆς εὑρέσεως τῶν σεπτῶν λειψάνων στή Σαντορίνη πού ἐκτυλίσσεται στό διάστημα τῆς δεκαετίας 1820-1830, ἡ ἔρευνα τοῦ γράφοντος ἔχει ἀποδώσει μέχρι σήμερα τρεῖς γραπτές μαρτυρίες· ἐξ αὐτῶν, οἱ δύο προέρχονται ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους καί ἡ τρίτη ἀπό ἀνέκδοτο ἔγγραφο ἰδιωτικοῦ Θηραϊκοῦ ἀρχείου.
Τά περιγραφικά στοιχεῖα τοῦ τελευταίου εἶναι ἐκτενέστερα καί σέ πολλά σημεῖα ἀκριβέστερα, ἐπειδή ὁ συντάκτης του εἶχε προσωπική ἐμπειρία τοῦ θέματος, ὅπως διαπιστώνεται ἀπό τήν αὐτούσια καταχώριση τοῦ κειμένου αὐτοῦ στό τέλος τοῦ Α´ μέρους τοῦ παρόντος.
Τήν εὕρεση τῆς Ὑπερτίμου Ζώνης τῆς Θεοτόκου στή Σαντορίνη, μόνον ὡς ἀπόδειξη τῆς Θείας Χάριτος πρέπει νά τήν χαρακτηρίσουμε. Καθώς, μάλιστα, ἀναφέρεται στό πρῶτο ἁγιορειτικό ἔγγραφο, τό θρησκευτικό ἐκεῖνο γεγονός ὁ Θηραϊκός λαός ἐπανηγύρισε μέ «ἀνεκδιήγητον λαμπρότητα»!
Κατά τά πρῶτα δέ ἔτη τῆς παρουσιάσεώς του ἀναζωογόνησε τήν πίστη τῶν χριστιανῶν καί συνδέθηκε στενά μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί παράδοση τοῦ τόπου. Μέ τήν πάροδο, ὅμως, τοῦ χρόνου ἡ σιωπή καί ἀδιαφορία τῶν τοπικῶν φορέων ἐλησμόνησαν καί σιγά σιγά ἔσβησαν τήν εἰκόνα τοῦ γεγονότος ἐκείνου, ἐνῶ ἀντίθετα, τό ἐνδιαφέρον ὅλων ἐπικεντρώθηκε στό ναό τῆς Περίσσας, φαινόμενο πού συνεχίζεται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Παρά ταῦτα, ἀπό τήν ἱερή ἐκείνη νύκτα τῆς εὑρέσεως τῶν θείων λειψάνων, ἔχουν περάσει ἑκατόν ἑξήντα ὀκτώ χρόνια. Καί ὁ Ὕψιστος θέλοντας νά μή παραμείνει καί ἄλλο χρόνο ἀπολιθωμένη ἡ φανέρωση τῶν ἁγιασμάτων, ἐφώτισε νά ἀνεγερθῆ ὁ φερώνυμος σημερινός ναός στήν περιοχή τῆς Μέσα Γωνιᾶς, κάτω ἀπό τήν βυζαντινή Ἐπισκοπή, ὥστε ὡς ἄλλη «Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου» νά μαρτυρῆ στίς ἐπερχόμενες γενεές τήν εὕρεση, πού ἀναδεικνύεται, ὡς ἡ σφραγίδα ὅλων τῶν ἁγιασμάτων τῆς Σαντορίνης!
Μέ τά θυρανοίξια δέ αὐτοῦ τοῦ ναοῦ (31 Αὐγούστου 1996), οἱ Θηραῖοι συνδέθηκαν, ξανά, μέ τήν ζωντανή πίστη τῶν προγόνων τους. Καί στό σημεῖο αὐτό δέν πρέπει νά παρασιωπήσουμε τήν ἠθική συμβολή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ.κ. Παντελεήμονος πρός τήν ἁρμοδία Ὑπηρεσία τῆς Ναοδομίας, γιά τήν σύντομη προώθηση τοῦ νέου αὐτοῦ Θεομητορικοῦ σκηνώματος.
Ὀφείλω θερμές εὐχαριστίες στόν συνάδελφο κ. Ἰωάννη Ταρνανίδη, καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γιά τήν βιβλιογραφική βοήθειά του καί τίς σημαντικές παρατηρήσεις του.
Εὐχαριστῶ, ἐπίσης, τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου, διότι παρεχώρησε τήν ἄδεια νά συνεκδοθοῦν μέ τήν παρούσα ἐργασία ὁ Παρακλητικός Κανόνας καί οἱ Χαιρετισμοί πρός τήν Τιμία Ζώνη -πού ἀποτελοῦν πνευματικό της κεφάλαιο- μέ σκοπό τήν βοήθεια τῶν ἀτομικῶν καί κοινῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου, ὥστε ἐκτός ἀπό τήν γραφικότητά της, νά ἀποπνέη καί «ὀσμή εὐωδίας» πνευματικῆς.
Ἐλπίζω ὅτι οἱ ἀναγνῶστες θά συγχωρήσουν τίς τυχόν ἀτέλειες τοῦ παρόντος καί ὅτι θά ἔχουν τά πνευματικά του μηνύματα, ἰδιαιτέρως οἱ Θηραῖοι, ὡς ἐντρύφημα πιστῶν.
Σεβόμενοι δὲ τούς προγόνους τους θεωρῶ ὅτι ἔχουν χρέος νά συνδέσουν τήν ἡμέρα τῆς Εὑρέσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή τοῦ τόπου καί συγχρόνως νά τήν ἀνυψώσουν, ὡς σύμβολο, μέσα στό ἑορτοδρόμιο τῆς Θηραϊκῆς Ἐκκλησίας. Εὔχομαι ἡ ἀρραγής δύναμη τῆς Τιμίας Ζώνης νά περιζώνη τούς φιλευσεβεῖς προσκυνητές τῆς ἁγίας Εἰκόνος Της, ἀπό κάθε κίνδυνο καί λοιμώδη θάνατο καί νά διαφυλάττη ἄσειστη τήν Σαντορίνη, τήν ἐσχατιά αὐτή τῶν Κυκλάδων, στήν ὁποία ἔλαχεν ὁ κλῆρος νά τήν περισώση «ὡς θησαύρισμα σεπτόν».
Σαντορίνη, Αὔγουστος 1997
ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ε. ΜΗΝΔΡΙΝΟΣ
{oziogallery 1281}
ΜΕΡΟΣ Ι
Α´ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ
1. Μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πού κατά τίς ὑπάρχουσες μαρτυρίες συνέβη τό ἔτος 47 μ.Χ. σέ ἡλικία 59 ἐτῶν στήν Γεθσημανή, στήν οἰκία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου -στόν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς τήν εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἀπό τόν Σταυρό Του διασώθηκαν, ἐκτός ἀπό τά σπάργανα τοῦ τάφου Της, δύο ἀπό τά θεομητορικά Της ἄμφια· ἡ Ἐσθήτα καί ἡ Ζώνη .
Ἡ Ἐσθήτα, ὡς εἶδος ἐνδύματος τῶν γυναικῶν τῆς Παλαιστίνης, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔφθανε μέχρι τούς ἀστραγάλους (καρπούς) καί διά τοῦτο ἐλέγετο «καρπωτός χιτώνας». Κυρίως τήν φοροῦσαν οἱ παρθένες γυναῖκες γιά λόγους σεμνότητας. Οἱ βυζαντινοί τὴν ὀνόμαζαν μανοφόριο καί κατά συγκοπή μαφόριο, δηλ. φόρεμα μέ μανίκια, ἢ ὠμοφόριο, ἐπειδή ἐκάλυπτε τούς ὤμους. Ὡρισμένοι ἄλλοι ἐρευνητές ἀναφέρουν ὅτι ἐκάλυπτε καί τήν κεφαλή. Χωρίς ἀμφιβολία τέτοια ὑπῆρξε καί ἡ Ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία ὄχι μόνο ἡ ἴδια ἐφόρεσε, ἀλλά καί τόν Υἱόν Της ἐτύλιξε καί ὡς βρέφος ἐθήλασε. Ἡ Ζώνη ἢ ζωστήρας ἦταν ἀρχαιότατο ἔνδυμα τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέρος τῆς ἐνδυμασίας τῶν Ἑβραίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνήθως ἦταν δερματίνη, ἀπό λευκή βύσσο, κυανή ἢ ἐρυθρή, μέ τά δύο ἄκρα ἐμπρός. Ἔτσι, ὁ προφήτης Ἠλίας ἦτο «ἀνήρ δασύς καί ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος τήν ὀσφύν αὐτοῦ» . Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔφερε «ζώνην δερματίνην» , οἱ δέ Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ Πέτρος καί Παῦλος, ἔφεραν τήν ἁπλή ζώνη.
Μέχρι σήμερα ἀκόμη, ἡ ζώνη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ ἱερέως . Κατά τήν παράδοση ἡ Παναγία κατασκεύασε ἡ ἴδια, μέ τρίχες καμήλου, τήν Ζώνη Της, τήν ὁποία, πρίν ἀπό τήν μετάστασή Της στούς οὐρανούς, παρέδωσε στόν Ἀπόστολο Θωμᾶ . Σύμφωνα μέ ἄλλη παράδοση, τρεῖς ἡμέρες μετά τήν Κοίμησή Της, νεφέλη μετέωρος μετέφερε μυστηριωδῶς στά Ἱεροσόλυμα τόν Θωμᾶ, ὅπου στό χωριό Γεθσημανῆ τήν συνάντησε καί τήν εἶδε νά ἀνεβαίνει στούς οὐρανούς. Ἔκπληκτος, βλέποντας τό ὅραμα τῆς ἐφώναξε· «Παναγία, ποῦ ὑπάγεις;» Τότε Ἐκείνη ἀπεζώθη τήν Ζώνη της καί τήν ἔριξε, ὡς εὐλογία, πρός διαπίστωση τῆς μεταβάσεώς Της σ᾿ αὐτούς.
Στή συνέχεια ἔτρεξε ἔντρομος πρός τόν τάφο Της, ὅπου συνάντησε τούς ἄλλους Μαθητές νά προσεύχονται καί λυπημένος, διότι δέν ἀξιώθηκε νά παρευθεῖ στήν θανή Της, τούς παρεκάλεσε νά ἀνοίξουν τόν τάφο γιά νά προσκυνήση τό θεοδόχο σῶμα της. Ἐπειδή, ὅμως, ἠρνοῦντο νά τό πράξουν, ὁ Θωμᾶς «βιασάμενος τόν ἱερόν ἐκεῖνον χορόν ἀνοίγειν τήν σορόν ἐπειρᾶτο...». Κατόπιν αὐτοῦ οἱ Μαθητές ἄνοιξαν τόν τάφο καί μή εὑρόντες τό σῶμα τῆς Θεοτόκου, παρά μόνο τά ἐντάφια σπάργανα, τόν ἀσφάλισαν καί πάλι, ἀφοῦ προηγουμένως τούς περιέλουσε ὑπέροχη εὐωδία .
Μετά τόν θάνατο τοῦ Θωμᾶ, τά δύο θεομητορικά ἄμφια, ἡ Ἐσθήτα καί ἡ Ζώνη ἐφυλάσσοντο στά Ἱεροσόλυμα ἀπό Ἑβραία, εὐλαβεστάτη, παρθένο γυναίκα, ἄγνωστο γιά πόσο χρονικό διάστημα . Μέ τήν καταστροφή, ὅμως, τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τίς ρωμαϊκές λεγεῶνες τοῦ αὐτοκράτορος Τίτου (10 Αὐγούστου 70 μ.Χ.), ἡ ἁγία Πόλη μετεβλήθη «εἰς ἄμορφον ἐρείπιον», τό αἷμα ἔτρεξε σάν χείμαρρος, ἡ τοπογεωγραφία της ἀλλοιώθηκε καί ὅλα τά ἱερά προσκυνήματα ὑπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Ὑπό τά ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καταπλακώθηκαν 6000 γυναῖκες καί παιδιά, ἐνῶ ἀρκετές χιλιάδες ἄλλοι Ἰουδαῖοι βρῆκαν τόν θάνατο .
Σέ μιά τέτοια ταραγμένη κατάσταση, ὅπου κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὅλη τήν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας καί οἱ διωγμοί κατά τῶν χριστιανῶν, ἡ διαφύλαξη ἱερῶν κειμηλίων μέσα στά Ἱεροσόλυμα ἦταν, ὁμολογουμένως, δύσκολο ἔργο.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι τήν περίοδο αὐτή τά δύο θεομητορικά ἄμφια, ἡ Ζώνη καί ἡ Ἐσθήτα, μεταφέρθηκαν στήν ἐπισκοπή Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, ἀνατολικά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιά μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Περί τῆς μετέπειτα πορείας τους ὑπάρχουν ἱκανές γραπτές μαρτυρίες καί διηγήσεις. Ἐδῶ ἀναφέρουμε τρεῖς καί μάλιστα ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν στήν Τιμία Ζώνη ·
Κατά τήν πρώτη, ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408), υἱός τοῦ Μ. Θεοδοσίου, κινούμενος ἀπό ἰδιαίτερο σεβασμό, ἔφερε στήν ΚΠολη, ἀπό τήν Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, τήν Τιμία Ζώνη, τήν ὁποία «κατέθετο ἐν λαμπρᾷ θήκῃ ἣν ἐκάλεσεν ἁγίαν Σορόν». Ἐξωτερικῶς ἡ θήκη ἐστολίζετο μέ πολυτίμους λίθους καί σμάλτο, ἔφερε κωδίκελλο, δηλ. σύντομο ὑπόμνημα, χρονολογία, τήν ἰνδικτιώνα (= ἐκκλησιαστικό ἔτος) καί τήν ἡμέρα πού τήν μετέφερε στήν Βασιλεύουσα. Ἦταν δέ σφραγισμένη μέ τήν χρυσή βούλα τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ κατά τήν ἡμέρα τῆς μεταφορᾶς (31 Αὐγούστου) ἔγινε καί ἡ κατάθεσή της στό ναό. Ἀπό τότε ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ «τά καταθέσια τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου» μέ ἰδιαίτερη Ἀσματική Ἀκολουθία μέχρι σήμερα .
Κατά τήν δεύτερη περιγραφή, τήν Τιμία Ζώνη μετέφερε στήν ΚΠολη ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός (450-457), ὕστερα ἀπό τά ὅσα συνεζήτησαν μέ τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο (451-453), στήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου (451), στήν Χαλκηδόνα. Ὁ Μαρκιανός, μέ ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη, ἐζήτησε τήν μεταφορά τῶν ἱερῶν τούτων λειψάνων τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν Γεθσημανή, στήν ΚΠολη, μέ σκοπό τήν προστασία τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπό τούς βαρβάρους ἐπιδρομεῖς, μέ τόν ἑξῆς ἀκριβή λόγον· «βουλόμεθα, τοίνυν, τοῦτο τό λείψανον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς βασιλευούσης πόλεως» .
Τέλος, σύμφωνα μέ τήν τρίτη παράδοση, ἡ Ἁγία Ζώνη μεταφέρθηκε ἀπό τήν Καππαδοκία στήν ΚΠολη, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565).
Ἀπό τίς παραπάνω τρεῖς διηγήσεις πιθανότερη εἶναι ἡ πρώτη. Ἡ δέ μεταξύ τους ὑπάρχουσα ἀσυμφωνία συμβιβάζεται μέ τό γεγονός, ὅτι ἡ μέν μεταφορά της ἔγινε ὑπό τοῦ Ἀρκαδίου, ἡ δέ κατάθεση ἀπό τήν κόρη του Πουλχερία καί τόν συνάρχοντά της Μαρκιανό, οἱ ὁποῖοι «ἐξ εὐλαβείας κινούμενοι κατέθησαν αὐτήν ἐν τῷ ἐν Βλαχέρναις ναῷ», ὅπου ἦσαν καί τά περίφημα ἀνάκτορα τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, κέντρο μεγάλων παγκοσμίων γεγονότων, κατά τούς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Μαρκιανός, σέ ἀνταπόδοση τῆς προσφορᾶς τοῦ Πατριάρχου, ἔκτισε τόν πρῶτο ναό τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἐπί τοῦ τάφου Της, στή Γεθσημανή , ὅπου κατά τήν παράδοση, ὑπῆρχαν καί οἱ τάφοι τῶν προγόνων της, ἀπό τοῦ Δαυΐδ, μέχρι τῶν γονέων της καί τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ . Ὁ ναός δέ τῶν Βλαχερνῶν, τιμώμενος στό ὄνομα τῆς Παναγίας, ἦτο τό μεγαλοπρεπέστερο κτίριο ἀπό ὅλα τά ἄλλα πού ἡ Πουλχερία ἔκτισε στά μέσα τοῦ Ε´ αἰῶνος, στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς ΚΠόλεως.
Παρά τό γεγονός, ὅτι εὑρίσκετο στά Χαλκοπρατεῖα -ἐμπορική συνοικία πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης- ὅπου ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου ὑπῆρχε ἡ ἀγορά τῶν χαλκοπωλῶν Ἰουδαίων, ἐν τούτοις, τόν διεκόσμησε «παντί κόσμῳ» , μέ πολυτελή διακόσμηση καί ἰδιαίτερη ἀγάπη. Στό ἀριστερό παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ εἶχαν κατατεθεῖ ἀρκετά ἱερά λείψανα, ὅπως τοῦ ἱερέως καί προφήτου Ζαχαρίου καί τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τῶν Νηπίων πού κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐνῶ στό δεξιό μέρος αὐτοῦ τά λείψανα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν . Ὅλως ἰδιατέρως ἡ Πουλχερία, στή νότια πλευρά τοῦ ἰδίου ναοῦ, ἵδρυσε τό κυκλοτερές παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὑπό ὄνομα «Παναγία ἡ Ἁγιοσορίτισσα», ἐπειδή σ᾿ αὐτό εἶχε καταθέσει τήν Ἁγία Σορό, δηλ. τήν πολύτιμη θήκη του πατέρα της Ἀρκαδίου, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, πρός τήν ὁποία ὁ ναός τῶν Βλαχερνῶν ὤφειλε τήν φήμη καί τήν δημοτικότητά του.
Κινουμένη δέ ἡ θεοσεβής Πουλχερία ἀπό ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλάβεια πρός τήν πανέντιμο Ζώνη τῆς Θεοτόκου, διαπέρασε ἐπ᾿ αὐτῆς πρός διακόσμηση, ἰδιοχείρως, σειρές ἀπό χρυσές κλωστές, πού διατηρήθηκαν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ . Συνάμα, ἐθέσπισε νά τελῆται, στό ἐν λόγῳ παρεκκλήσιο, σειρά ἀπό πανηγύρεις καί παννυχίδες μέ σκοπό τήν ἀπόδοση ἰδιαίτερης τιμῆς πρός τό Θεομητορικό ἄμφιο. Ἔτσι, κάθε Τετάρτη τῆς ἑβδομάδας ἐτελεῖτο Λιτή, δηλ. ἀκολουθία μεγάλης Δεήσεως καί κάθε Παρασκευή ἑσπέρας «Πρεσβεία», ἤτοι ἑσπερινός καί ὁλονυκτία.
Ἡ τελευταία αὐτή ἀκολουθία, ἀργότερα, προσέλαβε τήν ὀνομασία «Παννυχίς τῶν Βλαχερνῶν» . Σημειώνεται ἀκόμη, ὅτι ἡ Πουλχερία μετέβαινε πεζῇ τέσσερις φορές τό ἔτος στήν Παναγία τήν Ἁγιοσορίτισσα γιά νά ἐκκλησιασθῆ. Ἡ καθ᾿ ἑκάστη δέ Παρασκευή τελουμένη ὁλονυκτία, οὐδέποτε διακόπηκε ἀπό τῆς ἐποχῆς της, καθότι ἀποτελοῦσε τό κατανυκτικότερο προσκύνημα τῶν αὐτοκρατόρων καί τῶν κατοίκων τῆς ΚΠόλεως. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ὅτι στόν ἴδιο ναό, στή διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας, ὁ διάκονος Ρωμανός -μετέπειτα μεγάλος μελωδός τῆς Ἐκκλησίας μας- ἐνεπνεύσθη τόν περίφημο ὕμνο του «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει» .
Ἀργότερα ὁ Ἰουστινιανός (6ος αἰών), καθώς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός του Προκόπιος, ἐπεξέτεινε τόν ἐπιθαλάσσιο ναό τῶν Βλαχερνῶν μέ θαυμαστή διακόσμηση σέ μεγαλοπρεπές μέγεθος καί χωρίς νά φεισθῆ τοῦ ὄγκου τῶν χρημάτων, μετέφερε μάρμαρο ἀπό τήν Πάρο τῶν Κυκλάδων ἀπό τό ὁποῖο κατασκευάσθηκαν οἱ κίονές του . Ἐντός τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἐφυλάσσοντο· α) ἡ περίφημος εἰκόνα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ «Παναγία ἡ Βλαχερνιώτισσα» τύπου «Δεομένης» , ἡ ὁποία ἐπροστάτευε, κατά τούς Βυζαντινούς, τήν ΚΠολη ἀπό τίς προσβολές τῶν βαρβάρων καί β) τά ἅγια Λείψανα· ὁ ἀκάνθινος Στέφανος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σινδόνα, τό πορφυροῦν Ἱμάτιον, τό Λέντιον, ὁ Σπόγγος, ἡ Λόγχη, ὁ Κάλαμος καί μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐπιπλέον στόν ἴδιο ναό ἐφυλάσσοντο, μέχρι τά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος, καί ἄλλα δύο Θεομητορικά ἄμφια· ὁ Πέπλος καί ἡ Ἐσθήτα. Τήν τελευταία ἔφεραν στήν ΚΠολη οἱ πατρίκιοι ἀδελφοί Γάλβιος καί Κάνδιδος, ἀφοῦ τήν ἀνεζήτησαν στήν Καπερναούμ, στήν οἰκία Ἑβραίας χριστιανῆς γερόντισσας γυναίκας. Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α´ (457-474), τήν κατέθεσε στόν ναό τῶν Βλαχερνῶν (2 Ἰουλίου), ἀφοῦ προηγουμένως κατασκεύασε, γιά προστασία της, κατάλληλο κιβώτιο ἀπό χρυσό καί ἄργυρο . Σύμφωνα μέ τήν Βυζαντινή παράδοση, ἀπό τά διασωζόμενα Θεομητορικά ἄμφια, ἡ Ζώνη καί ἡ Ἐσθήτα ἐθεωροῦντο τά ἱερότερα καί πολυτιμότερα θησαυρίσματα, πού ἐπροστάτευαν τήν ΚΠολη, ὡς «Θεοφύλακτη πόλη», ἀπό τόν 6ον ἕως τόν 10ον αἰῶνα.
2. Διά τούς Βυζαντινούς ἡ ἔννοια αὐτή «Θεοφύλακτη πόλη» δέν ἦταν ἕνας κενός λόγος, ἀλλά μιά ἐνσυνείδητη πραγματικότητα, συνδεδεμένη μέ τήν ζωντανή πίστη τους, ἡ ὁποία προσέδιδε ἀληθινό περιεχόμενο στήν καθημερινή ζωή τους. Ἀποτελεῖ δέ ἀπόδειξη ἐκείνης τῆς θρησκευτικότητος τό γεγονός, ὅτι στή Βασιλεύουσα οἱ αὐτοκράτορες ἔφερον, κατά καιρούς, ἐκτός ἀπό τίς θαυματουργές εἰκόνες καί διάφορα ἅγια λείψανα, ὥστε μέ τήν ἁγιαστική τους χάρη νά φρουρῆται ἡ ΚΠολη. Μέ τά ἀκόλουθα περιληπτικά στοιχεῖα θεωρῶ, ὅτι ἐπιβεβαιώνεται ἐκείνη ἡ πεποίθηση·
Πρῶτοι, λοιπόν, ἡ Ἁγία Ἑλένη καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος (324-337) ἔφεραν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν ΚΠολη τόν Τίμιο Σταυρό, ἐνῶ ὁ διάδοχός τους Κωνστάντιος (337-361) ἔφερε τά λείψανα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Λουκᾶ (ἀπό τήν Θήβα), Ἀνδρέου (ἀπό τήν Πάτρα), μέ τήν βοήθεια τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου, καθώς καί τά ὀστά τῶν Ἀποστόλων Τιμοθέου καί Ματθία, τά ὁποῖα καί ἐτοποθέτησε κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἦταν τό δεύτερο, μετά τήν Ἁγία Σοφία, σεβάσμιο μνημεῖο τῆς ΚΠόλεως.
Στόν ἴδιο ναό καί δεξιά τῆς Ὡραίας Πύλης εὑρίσκετο ἡ «κολώνα τῆς φραγγελώσεως», ἐπί τῆς ὁποίας οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες προσέδεσαν καί ἐμαστίγωσαν τόν Ἰησοῦ καί ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διασώζεται στόν Πατριαρχικό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στό Φαναρι.
Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-55) ἔφερε τήν κάρα καί τό χέρι τοῦ τιμίου Προδρόμου, τά ὁποῖα κατέθεσε στόν ὁμώνυμο ναό , ἡ δέ αὐτοκράτειρα Πουλχερία λείψανα τοῦ Προδρόμου καί τοῦ πατρός αὐτοῦ Ζαχαρίου, τῶν Νηπίων καί τῶν Μυροφόρων, ὅπως σημειώθηκε ἀνωτέρω.
Ὁ Ἰουστινιανός ἔφερε τά ὀστά τῆς ἁγίας Ἄννης, μητρός τῆς Θεοτόκου, τό πέτρινο χεῖλος ἀπό τήν πηγή τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ (1750 π.Χ.) καί τό πέτρινο στόμιο, ὅπου ἐκάθισεν ὁ Χριστός καί συνομίλησε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Σημειώνεται, ὅτι τά δύο τελευταῖα ὁ αὐτοκράτορας ἐτοποθέτησε στό νέο φρέαρ πού ἄνοιξε, ὡς ἁγίασμα, στό ἀριστερό μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας . Ὁ Ἡράκλειος (610-641) ἔφερε πρῶτα τόν Τίμιο Σταυρό, ἀφοῦ τόν διέσωσεν ἀπό τούς Πέρσες καί τόν ὁποῖον ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἔστησεν ὄρθιο ἐντός τοῦ σκευοφυλακίου τῆς Ἁγίας Σοφίας καί, ἔπειτα, τά καρφιά τῆς Σταυρώσεως, τά Ὑποδήματα καί τό ἅγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τήν μαρμάρινη λεκάνη ὅπου ἔνιψε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του καί τά ἄλλα λείψανα, ὅπως αὐτά ἀναφέρονται προηγουμένως. Ὅλα αὐτά τά ἱερά λείψανα πού εὑρίσκοντο μέσα στό «Ἱερόν Παλάτιον» τά μετέφερε, ἀργότερα, στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν .
Ὁ Πατριάρχης δέ τῶν Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Β´ (1669-1707) μαρτυρεῖ ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν του ὑπῆρχαν ὅλα τά παραπάνω ἀναφερόμενα, στήν ΚΠολη, δηλ. μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος .
Ὁ Λέων ΣΤ´ ὁ Σοφός (886-912) ἔφερε τά ὀστά τοῦ ἁγίου Λαζάρου καί τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς , ἐνῶ τό 943 ὁ ἔνδοξος Βυζαντινός στρατηλάτης Ἰωάννης Κουρκούας ἔφερε ἀπό τήν Ὀσροηνή τῆς Ἔδεσσας (Μεσοποταμία) στήν ΚΠολη μέ θριαμβευτική εἴσοδο, τό ἅγιο Μανδήλιο, δηλ. τήν Ἀχειροποίητο εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τό κατέθεσε μέ ἐπίσημη πομπή στήν Ἁγία Σοφία, δεδομένου, ὅτι ὁ τότε αὐτοκράτορας Ρωμανός Α´ ὁ Λεκαπηνός (920-944) εὑρίσκετο στό κρεββάτι ἄρρωστος καί ἀδύναμος .
Ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς (969-976) ἔφερε τά σανδάλια τοῦ Ἰησοῦ . Ὅταν δέ τό 1200, τέσσερα χρόνια πρίν τήν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τούς Σταυροφόρους, ὁ Ρῶσος ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νοβγκορόντ Ἀντώνιος ἐπεσκέφθη τήν ΚΠολη, μέσα στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας προσκύνησε, ὅπως σημειώνει στό χρονικό του, τήν τράπεζα, ὅπου ὁ Χριστός ἐδείπνησε μέ τούς Μαθητές του, τίς πλάκες τοῦ Μωϋσέως μέ τόν Δεκάλογο, τήν χάλκινη σάλπιγγα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὑπό τόν ἦχο τῆς ὁποίας ἔπεσαν τά διπλά τείχη τῆς Ἰεριχοῦς (Ἰησ. Ναυῆ ΣΤ´ 20), τά χρυσά ἀγγεῖα μέ τά δῶρα τῶν Μάγων, τό Αἷμα πού ἔτρεξε ἀπό τήν κεφαλή του Χριστοῦ, τίς ἁλυσίδες τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί τίς ἀμπάρες τῆς φυλακῆς του, ἐνῶ στή Μονή Παντοκράτορος εἶδε τήν σανίδα, ὅπου ἀπέθεσαν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μετά τήν ἀποκαθήλωση καί ἐπ᾿ αὐτῆς νά διακρίνονται τά δάκρυα τῆς Παναγίας, ὡς σταγόνες κεριοῦ .
Κατά τήν μαρτυρία, τέλος, τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου (1450-1432), τελευταίου πρό τῆς ἁλώσεως διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας διεσώζοντο μέχρι τό 1415 τά ἀκόλουθα ἱερά λείψανα· «ἡ Ζώνη καί ἡ Ἐσθής τῆς Θεοτόκου, τά Ἱμάτια καί ὁ Χιτών τοῦ Χριστοῦ, τό ἐκ πλευρᾶς ρεῦσαν Αἷμα, ὁ Στέφανος, ἡ Λόγχη, οἱ Ἧλοι, ὁ Σπόγγος, ὁ Κάλαμος... καί τῶν πανταχοῦ τῆς γῆς τελειωθέντων ἁγίων μερίδες λειψάνων, σωτηρίας ἐχέγγυα».
Στήν πορεία τοῦ χρόνου τά παραπάνω ἱερά λείψανα, ἰδιαιτέρως δέ ἡ Τιμία Ζώνη καί ἡ Ἐσθήτα, στάθηκαν γιά τούς Βυζαντινούς προστασία ἀκαταμάχητος. Διεφύλαξαν τήν Βασιλεύουσα σέ ἐπικίνδυνους καιρούς, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἡ σωτηρία της ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Ἀβάρων, κατά τό ἔτος 626, ὅταν ὁ Πατριάρχης Σέργιος «περιήρχετο διά τῶν τειχῶν τήν Τιμίαν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος ἐπιφερόμενος», ἡ Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ἔκανε τότε τό θαῦμα της . Τό ἴδιο συνέβη τό 860 κατά τήν ἐπιδρομή τῶν Ρώσων .
Στήν ἴδια περίοδο ἀνήκει καί τό ὅραμα τοῦ ἱερέως τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν Ἀνδρέα, ἐπιλεγομένου «διά Χριστόν Σαλοῦ» , ὁ ὁποῖος στή διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας εἶδε στό μέσο τοῦ ναοῦ τήν Παναγία νά προσεύχεται, νά ραίνη μέ δάκρυα τό θεοειδές πρόσωπό Της καί νά ἁπλώνη, ὡς σκέπη, ἐπάνω στόν λαό, τό ἱερό Της Μαφόριο, πού ἀστραποβολοῦσε, ὅπως τό ἤλεκτρο, ἐνῶ ἄγγελοι προπορευόμενοι ἔψαλλον ἄσματα ἀκουόμενα μόνο ἀπό τόν ταπεινό ἐκεῖνον ἱερέα ...
Μέχρι δέ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ρωμανοῦ Α´ τοῦ Λεκαπηνοῦ οἱ αὐτοκράτορες, ἐκστρατεύοντες κατά τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων, κρατοῦσαν, ἐν εἴδει σημαίας, τήν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἡ τελευταία, ἕως τά μέσα τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος (1335) ἦταν «ἀσινής διατηρουμένη, ἀκαταγώνιστον φυλακτήριον τῇ πόλει...», δηλ. ἀβλαβής καί ἀδιάλυτος, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καί ἱερέως τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου .
Ὅμως, ὅλα ἐκεῖνα τά ἅγια λείψανα καί τά ἄλλα ἱερά κειμήλια πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ στήν ΚΠολη ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου, διασκορπίσθηκαν, καταπατήθηκαν ἢ καταστράφηκαν κατά τήν Ἅλωση (1453) ἀπό τούς Τούρκους, τούς «προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου», καθώς τούς ὀνομάζει ὁ ἱστορικός τῆς Ἁλώσεως Γεώργιος Σφραντζῆς.
3. Ἡ θήκη, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Σοροῦ πού περιεῖχε τήν Τιμία Ζώνη παρέμεινε κλειστή στή Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ἐπί 410 χρόνια ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρκαδίου.
Τόν 9ο αἰῶνα, κατά προσταγή τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, ἀνοίχθηκε, ἐπειδή ἡ γυναίκα του Ζωή ὑπέφερε ἀπό σοβαρές δαιμονικές ἐνοχλήσεις. Κάποτε, μάλιστα, εἶδε ὀπτασία κατά τήν ὁποία θά ἐλευθερώνετο ἀπό τό δαιμόνιο, ἂν τοποθετοῦσε στό σῶμα της τήν Ζώνη τῆς Θεοτόκου. Παρόντος, λοιπόν, τοῦ πατριάρχου Νικολάου Α´ τοῦ Μυστικοῦ, ὁ Λέων ἄνοιξε τήν χρυσή θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ, καί εἶδαν τήν ὑπέρτιμο Ζώνη νά ἀκτινοβολῆ, ὡσάν νά ἦτο νεοΰφαντη· «εὑρέθη δέ ἡ Τιμία Ζώνη ὡς νεοΰφαντος ἀποστίλβουσα»! Στό ἐσωτερικό δέ τῆς θήκης εἶδαν ὅλα τά μαρτυρικά στοιχεῖα πού εἶχε πρωτογράψει ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος, δηλ. τήν χρυσή βούλα, τόν χρόνο καί τήν ἡμέρα πού τήν ἔφερε στήν ΚΠολη.
Ὅταν, λοιπόν, τήν προσκύνησε ὁ Λέων μέ περισσήν εὐλάβεια, στή συνέχεια τήν ἔλαβε ὁ πατριάρχης καί τήν ἅπλωσε ἐπάνω στήν πάσχουσα αὐτοκράτειρα καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἐλευθερώθηκε ἀμέσως ἀπό τό δαιμόνιο. Δοξάσαντες δέ ὅλοι τήν Θεοτόκο μέ εὐχαριστηρίους ὕμνους, κατέθεσαν καί πάλι τήν Ἁγία Ζώνη «ἐν τῇ Τιμίᾳ Σορῷ ἐν ᾗ προϋπῆρχε», ἐνῶ ἡ θεραπευθεῖσα αὐτοκράτειρα, ἐκδηλώνουσα τήν εὐγνωμοσύνη της, ἐκέντησε τήν Ζώνη μέ χρυσή κλωστή, πού διασώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη σέ τρία τεμάχια .
Περί τά τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μέ τήν Τιμία Ζώνη μεταφέρθηκε, πρός ἀσφαλέστερη φύλαξη, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐπειδή τότε εἶχαν ἀρχίσει νά διαταράσσουν τό ἐσωτερικό τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους διάφορες πολεμικές ἐπιβουλές.
Μάλιστα, οἱ αἱρετικοί Βογόμιλοι καί Πετσενέγοι, κατά τήν ἐποχή τῶν Κομνηνῶν (11ος - 12ος αἰώνας), μαζί μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Βουλγάρων, ἔβλαψαν πολύ ὄχι μόνο τήν ἐξωτερική καί ἐσωτερική ἑνότητα τοῦ κράτους, ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας .
Σημειώνεται, ὅτι ἐπί Ἰσαακίου Β´ Κομνηνοῦ (1185-1195) οἱ Βούλγαροι ἀδελφοί, Πέτρος καί Ἀσάν, ἐτέθησαν ἐπικεφαλῆς τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Βουλγάρων καί Βλάχων (1180) κατά τῆς ΚΠόλεως. Ὁ αὐτοκράτορας, προκειμένου νά καταστείλη τίς ἐχθροπραξίες ἐκράτησε ὅμηρο τόν μικρότερο ἀδελφό τους Ἰωαννίτζη ἢ Καλοϊωάννη, ὁ ὁποῖος, λέγεται, ὅτι στό διάστημα τῆς ὁμηρίας του στήν ΚΠολη, ἔκλεψε ἀπό τήν Ἁγία Σοφία τήν θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μέ τήν Τιμία Ζώνη καί τόν Σταυρό πού περιεῖχε τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου» . Γιά τήν ἀνίερη ἐκείνη πράξη του οἱ Βυζαντινοί τόν ὀνόμασαν «Σκυλογιάννη» καί ἐπί πλέον, ἐπειδή ἀργότερα, γενόμενος ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων (1196-1241), ἐπολιόρκησε (1207) τήν Θεσ/νίκη, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Δημήτριος βλέποντας νά διατρέχη τόν κίνδυνο τῆς ἁλώσεως παρουσιάσθηκε ἔφιππος στά τείχη της καί ἀφοῦ ἐσκότωσε τόν ἐπιδρομέα, τήν διέσωσε διά τῆς θαυμαστής παρουσίας τους . Ἔκτοτε, τά κλαπέντα ἱερά κειμήλια παρέμειναν στήν κατοχή τῶν Βουλγάρων, περίπου διακόσια χρόνια.
Ὅμως, παρά τό γεγονός αὐτό, οἱ ἱστορικοί καί Βυζαντινολόγοι βεβαιώνουν ὅτι οἱ λατινόφρονες σταυροφόροι εἶναι ἐκεῖνοι, πού κατά τήν Α´ ἅλωση τῆς ΚΠόλεως τό 1204 (Δ´ Σταυροφορία), ἀφήρεσαν ἀπό τό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τά πολύτιμα κειμήλια, τό Μαφόριο, τήν Τιμία Ζώνη, τό Ἅγιο Μανδήλιο καί μεταξύ αὐτῶν πλῆθος ἀπό ἀνεκτίμητες θαυματουργές εἰκόνες καί λειψανοθῆκες , ὅταν ἐπί τρεῖς ὁλόκληρες μέρες, ἡ μανία τους κατέστρεφε καί λεηλατοῦσε τά πάντα· ἐκκλησίες, μονές, ἱερά προσκυνήματα καί τόσα ἄλλα σεβάσματα. Ἀκόμη καί ὁτιδήποτε πολύτιμο ὑπῆρχε, ὡς κειμήλιο, στό ναό τῶν Βλαχερνῶν, τό πῆραν καί τό κράτησαν κατά τήν πολεμική τους ἔφοδο· «καί αὐτῶν τῶν ἐν Βλαχέρναις ἀρχείων ἐξ ἐφόδου κεκρατηκότες» . Τυγχάνουν δέ χαρακτηριστικά τά ἀκόλουθα, σέ μετάφραση, στοιχεῖα ἀπό τόν ἱστορικό καί αὐτόπτη μάρτυρα τῶν γεγονότων τῆς καταστροφῆς Νικήτα Χωνιάτη (1205), διά τῶν ὁποίων ἀπό τό μέγεθος τῆς ἀνοσιουργίας τῶν σταυροφόρων μέσα στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας «τό θεῖον αὐτῆς ἐμολύνθη δάπεδον». Γράφει, λοιπόν, ὁ Χωνιάτης· «τό δέ φρικτό καί νά τό ἀκοῦς ἀκόμη, ἦτο νά βλέπεις τό Θεῖον Αἷμα καί Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά χύνεται κατά γῆς καί νά ρίπτεται ἐδῶ καί ἐκεῖ· ἄλλοι νά ἁρπάζουν τά τιμαλφῆ ἀπό τά ὁποῖα, ἀφοῦ ἀφαιροῦσαν τά πολύτιμα κοσμήματα τά ἔσπαζαν, ἐνῶ ἄλλοι τοποθετοῦσαν στά κάνιστρα ἄρτον καί Ἅγια Ποτήρια διά νά τά χρησιμοποιήσουν στά δικά τους τραπέζια.
»Οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, προάγγελοι τῆς πρωτεργασίας τῶν πλέον ἀσεβῶν πράξεων, τά ὅσα μέγιστα ἀσεβήματα διέπραξαν μέσα στήν Ἁγία Σοφία, οὔτε τά αὐτιά μας μποροῦν νά ἀκούσουν... Ἡ μέν φιλόξενος Ἁγία Τράπεζα κατατεμαχίσθηκε καί διασκορπίσθηκε ἀπό τούς λαφυραγωγούς, ὅπως ἀκριβῶς καί ὅλως ὁ ἱερός πλοῦτος μέ τήν ἀπέραντη ὡραιότητα. Παρέστη δέ ἀνάγκη νά μεταφερθοῦν μερικά ἀπό τά λάφυρα καί τά πανάγια σκεύη καί ἔπιπλα τοῦ ναοῦ, πού ἦσαν σπάνια ὡς πρός τήν τέχνη καί τήν ὕλη, ἀκόμη καί τό καθαρό ἀσήμι πού εὑρίσκετο μέσα στό περίφραγμα τοῦ ἁγίου Βήματος καί καθιστοῦσε ἐκπληκτικό τόν ἄμβωνα πού τόν ἐστόλιζε ὁ χρυσός. Πρός τόν σκοπόν αὐτόν εἰσήγοντο σαμαρωμένα ὑποζύγια μέσα στό ναό, ἐκ τῶν ὁποίων μερικά, ἐπειδή εἶχαν γλιστρήσει ἀπό τήν στιλπνότητα τοῦ δαπέδου, καί δέν μποροῦσαν νά σταθοῦν ὄρθια, τά ἐξεκέντησαν μέ μαχαίρια καί ἀπό τήν κόπρο των ἐντέρων τους καί τό αἷμα πού χύθηκε μολύνθηκε τό θεῖο δάπεδο τοῦ ναοῦ. Συγχρόνως ἕνα πορνικό γυναικάριο ἀνῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο, ἀφῆκεν ἐπ᾿ αὐτοῦ ἄσεμνον μέλος τοῦ σώματός του καί ἐχόρευσε μέσα στόν ναό, ὑβρίζοντας τίς ἱερές τελετές τῆς θρησκείας μας... Ἀκόμη, ἤκουες μέσα στούς στενωπούς δρόμους θρήνους, κλαυθμούς καί ὀδυρμούς, καί μάλιστα μέσα στίς ἐκκλησίες ἐκτός ἀπό ὁλοφυρμούς, γοερές φωνές γυναικῶν ἔβλεπες καί ἀνδραποδισμούς, διασπασμούς καί τό συναφώτερο βιασμούς σωμάτων...» .
Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ λεηλασία τῶν Λατίνων ἐβεβήλωσε κάθε ἱερό καί ὅσιο μέσα στήν Ἁγία Σοφία καί δέν ἐδίστασαν νά πάρουν τά περισσότερα ἀπό τά πολύτιμα κειμήλια τοῦ ναοῦ, ἐν τούτοις ἡ θερμή πίστη τῶν Βυζαντινῶν μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, προστάτιδος τῆς «Πόλεως», διέσωσε ἐκ τῶν κινδύνων ἐκείνων ἄφθαρτη τή Σεπτή Ζώνη τῆς Θεομήτορος, ὡς ἁγίασμα τῶν πιστῶν. Παραμένει δέ, ἀκόμη, ἄγνωστο ποῦ καί πῶς ἡ πίστη ἐκείνη τήν διαφύλαξε 150 ἀκόμη χρόνια στήν ΚΠολη, μέχρι δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355), ὁ ὁποῖος καί ἔμελλε μετά τήν ἐνθέωσή του σέ μοναχό νά τήν δωρίσει στή βασιλική καί αὐτοκρατορική μονή τοῦ Βατοπαιδίου, στό Ἅγιον Ὄρος. Γιά τίς ἁρπαγές καί καταστροφές ἐκεῖνες, πού ἀποτελοῦν «τό μεγαλύτερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας», κατά τόν διαπρεπή Ἄγγλο Βυζαντινολόγο Στῆμεν Ράνσιμαν, βέβαιον παραμένει ὅτι οἱ Βυζαντινοί δέν συγχώρησαν ποτέ τούς Λατίνους.
Τέλος, ὡς πρός τό τμῆμα τοῦ Σταυροῦ πού περιεῖχε Τίμιο Ξύλο καί πού οἱ Βούλγαροι εἶχαν κλέψει ἀπό τήν Ἁγία Σοφία, στή διάρκεια τῆς ἐπιδρομῆς των κατά τῆς ΚΠόλεως, τό ἔτος 1180, αὐτό περιῆλθε στήν κατοχή τῶν Σέρβων, μετά ἀπό τούς νικηφόρους πολέμους κατά τῶν Βουλγάρων. Ἐπί τῆς ἐποχῆς δέ τοῦ μεγάλου Σέρβου ἡγεμόνος Στεφάνου Δουσάν, τότε πού ἡ Σερβία ἀνεδείχθη τό ἰσχυρότερο κράτος στήν περιοχή τῶν Βαλκανίων, οἱ Σέρβοι τό ἐδώρισαν στή Μονή Βατοπαιδίου, λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεσμῶν πού προϋπῆρχαν μεταξύ Σερβίας καί Ἁγίου Ὄρους ἀπό τόν 12ο αἰῶνα, ὅταν Ἁγιορεῖτες μετέδωσαν σ᾿ αὐτήν τόν Μοναχικό βίο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α´ ΜΕΡΟΥΣ
1. Τό ἔτος 47 μ.Χ. θεωρεῖται τό πιθανότερο τοῦ θανάτου τῆς Θεοτόκου πού τήν φέρει γεννηθεῖσα τό 12 π.Χ. (59-47=12). Κατ᾿ ἄλλην ἄποψη ἡ Θεοτόκος ἀπέθανε σέ ἡλικία 70 ἐτῶν, ἀφοῦ ἔζησε 24 ἔτη μετά τήν Ἀνάληψη, ὁπότε φέρεται γεννηθεῖσα τό 13 π.Χ. (70-57=13). Πρβλ. Χρήστ. Παπαγεωργίου, Βιογραφικά καί χρονολογικά στή ζωή τῆς Θεοτόκου. Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (15-17 Νοεμβρίου). Θεσ/νίκη 1991, σελ. 297-311, ἔνθα καί σχετική βιβλιογραφία.
2. Μάρκ. Σιώτου, Ἡ Γεθσημανῆ, ἰδιοκτησία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἀθήνα 1989, σελ. 63, 66, 71. Θεοδ. Μέντζου, Ὁ τάφος τῆς Παναγίας, ἐν Ἀθήναις 1955 (ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας), ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων ἀντικρούει τίς ἀπόψεις τῶν Δυτικῶν περί τοῦ τάφου της στήν Ἔφεσο (σελ. 44). Νικ. Παπαδοπούλου, Ποῦ ὁ τάφος τῆς Παναγίας; Ἀνάτυπον ἀπό τό «Ἐκκλησιαστικόν Βῆμα» 1952. Πρβλ. καί τό Ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τό χωρίον, κη δεύσατέ μου τό σῶμα...».
3. Πρβλ. «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ, ἰδού ἡ μήτηρ σου· καί ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια» (Ἰω. 19, 27).
4. Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς Παναγίας πού διασώζει ὁ Κεδρηνός (ἐκδ. Βόννης 1566, σελ. 154), ἡ Θεοτόκος ἀγαποῦσε τά «αὐτόχροα ἱμάτια», δηλ. ἐκεῖνα πού εἶχαν τό χρῶμα τοῦ σιταριοῦ, ἐπειδή ἦτο «σιτόχρους». Τυγχάνει δέ ἄξιο προσοχῆς τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «ἦν δέ τῇ ἡλικίᾳ (= ἀνάστημα) μέση, σιτό χρους, ξανθόθριξ, ξανθόμαλλος, διόφθαλμος, μεγαλόφρυς, μεσόρριν, μακρόχειρ, μακροδάκτυλος, ἱμάτια αὐτόχροα ἀγαποῦσα. Ἡνίκα δέ γέγονεν ἐτῶν 12 ἐν μεσονυκτίῳ προσευχομένη, ἤκουσε φωνῆς λεγούσης «Τέξῃ υἱόν μου» καί οὐδενί ταύτην ἀνήγγειλεν, ἕως οὗ ὁ Χριστός ἐν οὐρανοῖς ἀνελήφθη...».
5. Ἡ Θάμαρ, θυγατέρα τοῦ Δαυΐδ, ἔφερεν ἐπανωφόριον μέχρι τούς ἀστραγάλους· «καί ἐπ᾿ αὐτῆς ἦν χιτών καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως». Πρβλ. Βασιλειῶν Β´, 13,18. Σκαρλ. Βυζαντίου, Ἡ ΚΠολις, περιγραφή τοπογραφική, ἀρχαιολογική καί ἱστορική. Ἀθήνησιν 1890, τόμ. Α´, σελ. 13, 18. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Ἀθήναι α.ε. σελ. 167 (ἔκδοσις Ἀποστ. Διακονίας». Ἡ λέξη μαφόριον προέρχεται ἐκ τῆς λατινικῆς manus (= χείρ) + φορῶ. Andre Chouragui, Ἡ καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου. Ἔκδ. Δ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1992, σελ. 127. Μηναῖον Ἰουλίου, Ἐκδ. 7η Βενετίας 1876, σελ. 6, σημ. 1. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι στήν Ἀκολουθία τῆς καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) ἀναφέρεται, σέ πολλά τροπάρια, ἡ λέξη μαφόριον ὅπως· «ὁ οἶκός σου Δέσποινα, τό σόν ἱερόν μαφόριον» (Στιχηρόν Ἑσπερινοῦ), «φαιδρόν περιβόλαιον τό σόν μαφόριον ἐδωρήσω» (Θ´ ὠδή).
6. Πρβλ. Βασιλειῶν Δ, 1,8 καί Λευτ. 8,7, ὅπου ὁ Μωϋσῆς «ἔζωσεν αὐτόν (Ἀαρών) τήν ζώνην, καί ἐνέδυσεν αὐτόν τόν χιτῶνα». Β. Βέλλα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 167. Andre Chouragui, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 127.
7. Ματθ. 3,4. Μαρκ. 1,6.
8. Πράξ. 21,11. Ματθ. 10,19. Ἰωάννου 21,18.
9. Κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης ἡ Ζώνη ἔχει διά τόν ἱερέα καί ἠθική σημασία, ὥστε νά εἶναι διεζωσμένος σέ πνευματική διαγωγή καί νά περισφίγγεται τό λογικό του, σύμφωνα μέ τό Λουκ. 12,35-36· «ἔστωσαν οἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι καί οἱ λύχνοι καιόμενοι». Διά τοῦτο ὁ ἱερεύς περιζωννύμενος λέγει· «εὐλογητός ὁ Θεός ὁ περιζωννύων με δύναμιν καί ἔθετο ἄμωμον τήν ὁδόν μου».
10. Γ. Σωτηρίου, Τό Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1915 (ἐκδ. Γ´) σελ. 141 - Ν. Πρωτοπαπᾶ, Οἱ ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήν τῆς Παναγίας, σελ. 334.
11. Τυγχάνει χαρακτηριστικό τό σχετικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ε.Π. ( Migne τόμ. 147, 44Α-44Ι. «Βιασάμενος τόν ἱερόν ἐκεῖνον χορόν ἀνοίγειν τήν σορόν ἐπειρᾶτο ... ἐκεῖ δέ καί τῆς σφραγῖδος διαλυθείσης ἠνοίγετο, τό μέν θετόν ἐκείνης σῶμα παντάπα σιν ἀνεύρατον, ἦν, τά γε μήν ἐντάφια σπάργανα μένοντα κατά χώραν ἀθιγῆ καί ἀπρόσψαυστα ... ἀρρήτῳ τινί εὐωδία ἀπαστράπτοντα, ἧς εἰς μᾶλλον ἐμφορηθέντες σφραγῖδι αὖθις τήν σορόν ἐπισημηνάμενοι ἀπηλλάττοντο, ἐκπεπληγμένοι τῷ παραδόξῳ τοῦ θαύματος». Πρβλ. καί Migne Ε.Π. 96, 748 Β.
12. Migne Ε.Π. τόμος 117, 613 Α. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587.
13. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις 1910, σελ. 39-41. Τίς συνέπειες τῆς καταστροφῆς διέσωσεν καί ὁ ἱστορικός τῆς Παλαιστίνης Ἰώσηπος (37-100 μ.Χ.) στό ἔργο του «Περί τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου». Ὅταν δέ ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανός ἐπεσκέφθη τά Ἱεροσόλυμα, μετά ἀπό 55 χρόνια, βρῆκε τήν πόλη «ἠδαφισμένην». Πρβλ. καί Migne Ε.Π. 43, 260Α-261 Β.
14. Migne Ε.Π. 117, 613 A. J. Ebersoet, Sanctuaires de Byzance. Παρίσι 1921, σελ. 54 κ.ε. Γ. Σωτηρίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 141. Ἰ. Ράμφου, Ἁγιολογικά Μελετήματα, τόμ. Γ´, σελ. 12.
15. Κατ᾿ ἄλλην μαρτυρίαν ἡ ἑορτή τῆς 31ης Αὐγούστου καθιερώθηκε τόν ΙΒ´ αἰώ να ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Α´ Κομνηνό (1143-1180). Βλέπ. Γ. Σμυρνάκη, Τό Ἅγιον Ὄρος, Καρυές Ἁγίου Ὄρους 1988 (φωτομηχανική ἀνατύπωση ἀπό τήν ἔκδοση 1903), σελ. 438. Ἡ ἀσματική Ἀκολουθία παρατίθεται στό Μηνιαῖο (ἔκδοση Βενετίας 1795) σελ. 164, μέ ἀνάλογο Κανόνα, ἐνῶ ὑπάρχει καί ἄλλη, ἔκδοση Καλύβης Τιμίου Προδρόμου - Ἅγιον Ὄρος 1981.
16. Τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς διασώθηκε σέ ὁμιλία τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί ἔχει ὡς ἑξῆς· «Ἀκούομεν εἶναι ἐν Ἱεροσολύμοις τήν πρώτην καί ἐξαίρετον τῆς Πανα γίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκκλησία ἐν χωρίῳ Γεθσημανῆ καλουμένῳ, ἔνθα τό Ζωηφόρον αὐτῆς σῶμα κατετέθη ἐν σορῷ. Βουλόμεθα τοίνυν τοῦτο τό λείψα νον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς Βασιλευούσης πόλεως.
»Ὑπολαβών δέ Γιουβενάλιος ἀπεκρίθη· ἐξ ἀρχαίας καί ἀληθεστάτης παραδόσεως παρελήφαμεν ὅτι τό Θεοδόχον αὐτῆς σῶμα, μετ᾿ ἀγγελικῆς καί ἀποστολικῆς ὑμνωδίας ἐκκοσμιθέν καί κηδευθέν, ἐν τῇ σορῷ τῇ ἐν Γεθσημανῆ κατετέθη· ἐν ᾧ τόπῳ ἐπί τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καί ὑμνωδία διέμεινεν ἄπαυστος.
»Μετά δέ τήν τρίτην ἡμέραν, τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνός αὐτῆς ἀπαλειφθέντος Θωμᾶ καί ἐλθόντος μετά τήν τρίτην ἡμέραν καί τό Θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος, ἤνοιξαν τήν σορόν. Καί τό μέν σῶμα αὐτῆς τό πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δέ αὐτῆς τά ἐντάφια σπάργα να εὑρόντες καί τῷ ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφυρηθέντες, ἠσφαλίσαντο τήν σορόν». Πρβλ. Ἰ. Δαμασκηνοῦ, «Λόγος νεώτερος εἰς τήν ἔνδοξον Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου...», ἐν Migne Ε.Π. 96, 748Β.
17. Κατ᾿ ἄλλους τόν ναόν ἔκτισεν ὁ Μ. Θεοδόσιος (379-390 μ.Χ.).
18. Μάρκ. Σιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 2, 78.
19. Κατά τήν σχετικήν μαρτυρίαν, Migne Ε.Π. 96,748, «ἡ ἐν ἁγίοις Πουλχερία πολλάς ἐν ΚΠόλει ἀνήγειρε τῷ Χριστῷ ἐκκλησίας. Μία δέ τούτων καί ἡ ἐν Βλαχέρναις οἰκοδομηθεῖσα ... καί παντί κόσμῳ κοσμήσαντες τό ταύτης πανάγιον καί Θεοδόχον ἀνεζήτουν σῶμα».
20. Ὁ ναός τῶν Βλαχερνῶν κάηκε τό 1070, τό δέ 1204 τόν κατέλαβαν οἱ Σταυροφόροι. Τό 1434 (29 Ἰουνίου ὥρα 3 μ.μ.) πυρπολήθηκε ἀπό νεαρά ἀρχοντόπουλα, πού ἐπεδίωκαν νά συλλάβουν, ἐντός αὐτοῦ, νεοσσούς περιστερῶν. Μετά τήν ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453) τά γύρω τείχη κατεδαφίσθηκαν καί ὁ ναός περιῆλθε στήν κατοχή Τούρκου ἐμπόρου, στή συνέχεια στή συντεχνία τῶν Γουναράδων καί τέλος (1864) στήν κυριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού λειτουργεῖται σήμερα ὡς ἐνοριακός ναός τῆς περιοχῆς τοῦ Φαναρίου. Πρβλ. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 459-460 καί 590. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963) στ. 935. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. 834.
21. Ὁ Σταυρός τῆς Πουλχερίας στολισμένος μέ μαργαρίτες καί σμαράγδια φυλάσσεται στήν Ἱ. Μονή Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἀξιόλογα αὐτῆς κειμήλια. Πρβλ. Παν. Χρήστου, Ὁδοιπορικό στό Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 73.
22. «Παννυχίδα καί Λιτήν κατά πᾶσαν Τετράδα γίγνεσθαι». Πρβλ. Migne Ε.Π. 147,41 κεφ. 14. Ἡ παννυχίδα, ὡς Βυζαντινός τύπος ὁλονύκτιας Ἀκολουθίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερον, κυρίως, στίς Μονές. Βλέπ. καί Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 589. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. Α´ Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 240-281. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 936.
Ἡ Ἐκκλησία μας τήν 17η Φεβρουαρίου τιμᾶ τήν μνήμη «Μαρκιανοῦ ὁσίου καί Πουλχερίας τῶν εὐσεβῶν βασιλέων», ὄχι μόνο γιά τό μεγάλο κοινωνικό καί φιλανθρω πικό ἔργο τους, ἀλλά καί τό ἐκκλησιαστικό καί μάλιστα γιά τό γεγονός, ὅτι ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μαρκιανοῦ ἡ συνελθούσα Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος (451) τῆς Χαλκηδό νος κατεδίκασε τό Νεστοριανισμό καί Μονοφυσιτισμό καί διετύπωσε τό Χριστολογικό δόγμα.
23. Π. Δρανδάκη, Μ.Ε.Ε. τόμ. Z´, σελ. 414.
24. «ἐπιθαλάσσιος δέ ὁ νεώς ἐστιν, ἱερώτατός τε καί σεμνός ἄγαν... τά τε ἄνω καί κάτω οὐδενί ἀνεχόμενος ὅτι μή τμήμασι λίθου Παρίου ἐν κιόνων λόγῳ ἐνταῦθα ἑστῶ σι». Πρβλ. Procopius of Caesarea, τόμ. VII, σελ. 38, ἔκδ. Heimemand, London 1961.
25. Ὁ τύπος τῆς «Δεομένης» εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ τύπου Οἶὰὃὦὰ πού εὑρίσκεται στήν κατακόμβη τοῦ ἁγίου Καλλίστου Ρώμης, κατά τόν ὁποῖο ἡ Παναγία προσεύχεται εὑρισκομένη σέ ὀρθία στάση, ἔχουσα ὑψωμένα τά χέρια της. Πρβλ. Μιχ. Γκητάκου, Μαθήματα Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, ἐν Ἀθήναις 1875, σελ. 111.
26. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, σελ. 1152. Βίκ. Ματθαίου, Συναξαρι στής, τόμ. Z´, Ἀθῆναι 1962, σελ. 27 (ἔκδ. β´).
27. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν κατάθεση τῆς Ἐσθῆτος, ὡς Θεομητορική ἑορτή, τήν 2α Ἰουλίου μέ ἰδιαίτερη ἀσματικήν Ἀκολουθία, κατά τό Συναξάριο· «Τῇ β´ τοῦ αὐτοῦ μηνός (Ἰουλίου) ποιούμεθα μνήμην τῆς ἐν ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις ἐπί Λέοντος τοῦ Μεγάλου καί Βηρίνης τῆς αὑτοῦ γυναικός». Πρβλ. Μηναῖον Ἰουλίου, ἔκδ. Βενετίας 1876, σελ. 6.
28. Γεωργίου Κωδινοῦ, Γιά τό κτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἔκδ. «Ἀκρίτας» ἄ.ἔ., σελ. 74. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 260. Steven Runsiman, Βυζαντινός πολιτισμός. Μετάφρ. Δ. Δερτζώρτζη, Ἀθήνα 1969, σελ. 242. Ἔκδ. «Γαλαξία». Ἀλέξ. Καριώτογλου, Οἱ πάνσεπτοι Πατριαρικοί Ναοί, Ἀθήνα 1996, σελ. 27, 53.
29. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 350.
30. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 71. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ἄ.ἔ., σελ. 98. Τοῦ ἰδίου, Χρονολογικοί Πίνακες... Ἀθῆναι 1956, σελ. 8. Πεντηκοστάριον, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας (1959), σελ. 112. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
31. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
32. Δοσιθέου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 1152.
33. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
34. Πρβλ. Ἀλεξ. Σαββίδη, Ὁ βυζαντινός - ἀρμενικός οἶκος Κουρκούα (9ος- 12ος αἰῶνες μ.Χ.) ἐν «Μελετήματα Βυζαντινῆς Προσωπογραφίας καί Τοπικῆς Ἱστορίας», Ἀθήνα 1992, σελ. 18-28. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου τήν 16η Αὐγούστου. Γιά τούς Βυζαντινούς τό Ἅγιο Μανδήλιο ἐθεωρεῖτο κειμήλιο μέ τήν μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τίς ἄλλες θαυματουργικές εἰκόνες. Κατά τήν παράδοση, πρίν ἀπό τό ἔτος 50 μ.Χ., κάποιος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ τό παρέδωσε, ὡς δῶρο, στόν τοπάρχη τῆς Ἐδέσσης Μεσοποταμίας Ἄβγαρο Ε´ (18-50 μ.Χ.). Ἀναφέρεται ἀκόμη, ὅτι κατά τήν ἐπιδρομή τῶν Ἀβάρων, ἐναντίον τῆς ΚΠόλεως (626 μ.Χ.), ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἐπέφερε διὰ τῶν τειχῶν, ἐκτός ἀπό τά τίμια καί ζωοποιά ξύλα, καί τό Ἅγιο Μανδήλιο γιά τήν προστασία τῆς Πόλεως. Πρβλ. Tamara Talbot Rice, Ὁ δημόσιος καί ἰδιωτικός βίος τῶν Βυζαντινῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 83 (ἔκδ. Δ. Παπαδήμα). Jam Wilson, Τό Σάβανον τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα ἄ.ἔ. Ἡ Ἁγία Σινδόνα, ἐφημ. «Ἐλεύθερος Κόσμος» (13.12.1981).
35. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.
36. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 242. Κυρ. Σιμοπούλου, Ξένοι ταξιδιῶτες στήν Ἑλλάδα, τόμ. Α´ (333-1700), Ἀθήνα 1981, σελ. 232-234 ἔνθα καί σχετική βιβλιογρα φία. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21.
37. Ἰωσήφ Βρυεννίου, Δημηγορία περί τοῦ τῆς Πόλεως ἀνακτίσματος 1415 μ.Χ., ἐπ. Ν. Τωμαδάκη, Περί τῆς ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως, Θεσ/νίκη 1993, σελ. 245.
38. Τήν πληροφορίαν μᾶς δίδει ὁ Γ. Πισίδης. Πρβλ. Migne Ε.Π. 92,1349.
39. Ὁ ἱστορικός ὀρθολογισμός δέν παρέλειψε καί στό σημεῖο αὐτό νά ὑποστηρίξη, ὅτι θεωρεῖ τό σύνολο ὅλων αὐτῶν τῶν λειψάνων ὡς δεισιδαιμονία! Πρβλ. Ζαράρ Βαλτέρ, Ἡ καθημερινή ζωή στό Βυζάντιο. Μετάφρ. Κ. Παναγιώτου, Ἀθήνα 1996, σελ. 201.
40. Migne Ε.Π. 91,1342. Cyril Mango, Τό Βυζάντιο, Ἀθήνα 1988, σελ. 187. Ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.
41. Cyril Mango, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 186 καί 245. Β. Ματθαίου, Συναξαριστής τόμ. Ε´, Ἀθήνα 1967, σελ. 651. Ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός, ἔκδ. Ε´ τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς (1989).
Μέ ἀφρομή τό ὅραμα αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν 1η Ὀκτωβρίου τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἡ ὁποία μέ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου μετατέθηκε τήν 28η Ὀκτωβρίου, σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Ἰταλῶν (1940). Ἡ μνήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἑορτάζεται τήν 28η Μαΐου μέ ἰδιαίτερη ἀσματική Ἀκολουθία, συντεθεῖσα τό 1846.
Μέ ἀφρομή τό ὅραμα αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν 1η Ὀκτωβρίου τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἡ ὁποία μέ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου μετατέθηκε τήν 28η Ὀκτωβρίου, σέ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Ἰταλῶν (1940). Ἡ μνήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἑορτάζεται τήν 28η Μαΐου μέ ἰδιαίτερη ἀσματική Ἀκολουθία, συντεθεῖσα τό 1846.
42. «Ἔνθα νῦν ἡ τιμία ἐσθής ἐστιν ἀσινής διατηρουμένη ἀκαταγώνιστον φυλακτή ριον τῇ πόλει ἐσαεί διαμένουσα, νόσων παντοίων ἐλάτειρα νικῶσα τήν τοῦ χρόνου φύσιν τῇ καινοτομίᾳ τῶν ἐπ᾿ αὐτῆς πραττομένων». Migne 147, Κ.Δ´ σελ. 69. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587. Θ.Η.Ε. τόμ. 9 (1966), στ. 650.
43. «...καί τάς ἁγίας εἰκόνας μετά χρυσοῦ καί ἀργύρου καί λίθων πολυτίμων κατε πάτουν καί τούς πολυτίμους μαργάρους τῶν ἁγίων κειμηλίων ἀναρπάστους ἐποίουν, τά ἅγια λείψανα καταπατοῦντες καί ἕτερα ἀνοσιουργήματα πλεῖστα ἐποίουν ἄξια θρήνου, οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι...». Πρβλ. Γεωργ. Σφραντζῆ, Chronicon Maius, ἐν Νικ. Τωμαδάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 195. Βλέπε καί Migne Ε.Π. 156,737.
44. «ἐνοχλουμένην ὑπό πνεύματος ἀκαθάρτου ἠξιώθη θείας ὀπτασίας ὡς εἰ ἐπιτεθῇ ἐπ᾿ αὐτῆς ἡ Τιμία Ζώνη τεύξεται ἰάσεως». Migne Ε.Π. 117,613Α.
45. Migne Ε.Π. 117,613Α. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 69. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 128.
46. Ἄννης Κομνηνῆς, «Ἀλεξιάς», ἤτοι ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους κατά τήν βασιλεία Ἀλεξίου Α´ (1081-1198), ἔκδ. B. Leib, Paris 1937. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ ἐκκλησία ΚΠόλεως ἐπί Κομνηνῶν (1081-1185). Ἀθῆναι 1948.
47. Ἀ. Βασίλιεφ, Ἱστορία τῆς Βυζ. αὐτοκρατορίας 324-1453. Μετάφρ. Δ. Σαβράμη, σελ. 631. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 64.
48. Α. Βασίλιεφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 631. Ἰ. Μαϊτοῦ, Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη ἄ.ἔ., σελ. 104-107.
49. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.
50. Migne Ε.Π. 139,756 (σελ. 953).
51. Θεωροῦμε σκόπιμο νά καταχωρήσωμε ἐδῶ τό ἀντίστοιχο πρωτότυπο κείμενο, πού δέν εἶναι τόσο προσιτό στούς περισσότερους ἀναγνῶστες· «Τό δέ φρικῶδες καί ἀκουόμενον ἦν ὁρᾶν τό θεῖον αἷμα καί σῶμα Χριστοῦ κατά γῆς χεόμενον καί ριπτόμε νον· οἱ δέ τά τιμαλφῆ δοχεῖα τούτων διαρπάζοντες, τά μέν διέθρανον καί τούς ἐγκειμένους κόσμους δ᾿ ἐνεκολπίζοντο, τά δέ εἰς σίτων κανά καί οἴνων κεράσματα ταῖς ἑαυ τῶν τραπέζαις παρέφερον· οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι καί τῶν προσδοκωμένων πανασεβῶν πράξεων ἐκείνου πρωτουργοί καί προάγγελοι... τά δ᾿ ἐπί νεῷ τοῦ μεγίστου ἠσεβημένα, οὐδέ ἀκοαῖς εἰσιν εὐπαράδεκτα. Ἡ μέν θυωρός τράπεζα... ἐξ αἰσίου τῷ ὄντι καί ἀξιαγάπου παρ᾿ ἅπασιν ἔθνεσι, κατετεμαχίσθη καί διεμελίσθη τοῖς σκυλευταῖς, ὥσπερ καί ὁ πλοῦτος ἅπας ὁ ἱερός, ὁ τοσοῦτος καί τό πλῆθος, καί τήν ἀγλαΐαν ἀπέ ραντος. Δεῆσαν δ᾿ ἐκκομισθῆναι καθάτινα σκύλα καί τά παναγῆ σκεύη καί ἔπιπλα τά μήν χάριν καί τήν τέχνην ἄμαχα καί τήν ὕλην σπάνια, ἀλλά δή καί τό δόκιμον ἀργύ ριον, ὃ τήν θριγγόν τοῦ βήματος καί τόν οἷον ἐκπλῆξαι ἄμβωνα... χρυσῷ περιτραχόμε νος ἅπας, ἡμίονοί τε καί ὑποζύγια σεσαγμένα μέχρι τῶν ἀδύτων εἰσήγοντο τοῦ νεώ, ὧν ἔνια διωλισθηκότα μηδ᾿ ἐπίποδον στῆναι δυνάμενα, διά τήν τῶν ἐπιπέδων λίθων στιλ πνότητα, μαχαίρας ἐξεκεντήθησαν, ὡς ἐκ τῆς χολάδων κόπρου καί τοῦ προχυθέντος αἵματος τό θεῖον ἐμολύνθη δάπεδον. Ἀλλά καί γυναικάριον συσσωρευμένον ἁμαρτίαις Ἐριννύων Ζάκορον, δαιμόνων πρόσπολον... ἐπί τοῦ συνθρόνου ἰζῆσαν κεκλασμένον ἀφῆκεν μέλος καί πολλάκις περιδινηθέν εἰς ὄρχησιν τῷ πόδε παρενεσάλευε. Ὅθεν, ἐν στενωποῖς θρῆνοι καί οὐαί καί κλαυθμοί ἐν τριόδοις ὀδυρμοί, ἐν ναοῖς ὀλοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικῶν ὀλολυγαί, ἑλκυσμοί, ἀνδραποδισμοί, διασπασμοί καί βια σμοί σωμάτων συναφωνώτερον...». Πρβλ. Migne Ε.Π. 139, 757β-759β (σελ. 956-971). Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία Ἑλλην. Ἔθνους, τόμ. Δ´, σελ. 672, ἔκδ. «Ἑλληνικά Γράμ ματα». Α. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23.
52. Νικ. Οἰκονομίδου, Βυζαντινό Βατοπαίδι, μιά Μονή τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, σελ. 44-53.
53. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.
Β´ Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
1. Ἕως τό ἔτος 1987, ἐπιστεύετο ὅτι ἡ μεταφορά καί δωρεά τῆς Ἁγίας Ζώνης στό Ἅγιον Ὄρος ἔγινε ἀπό τόν Σέρβο ἡγεμόνα Λάζαρο Α´ Χρεμπελιάνοβιτς ( Hrebelianovic), υἱό τοῦ Λογοθέτη τοῦ Στεφάνου Πρίντζου. Τήν ἄποψη ὅμως αὐτή ἔχουν ἀπορρίψει νεότεροι καί καταξιωμένοι ἐρευνητές . Τώρα, ὅμως, καί Ἕλληνες ἐρευνητές μέ ἀποδεικτικό τρόπο μᾶς βεβαιώνουν, ὅτι ἐκεῖνος πού ἐδώρισε τήν Τιμία Ζώνη στή Μονή Βατοπαιδίου, ἐντός ἀσημένιας θήκης, εἶναι ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός, ὅπως τήν διεφύλαξαν οἱ Βυζαντινοί κατά τήν πρώτη ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1204) ἀπό τήν λεηλασία τῶν Σταυροφόρων. Ἡ θήκη, μάλιστα, φέρει στήν προσωπογραφία του καί τήν ἐπιγραφή τῆς δωρεᾶς του πρός τή Μονή, στό Ἱερό Βῆμα τοῦ καθολικοῦ τῆς ὁποίας καί φυλάσσεται μέχρι σήμερα .
Προσθέτουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ εὐρυμαθέστατος καί συμπαθέστατος ἐκεῖνος αὐτοκράτορας, μετά τήν πτώση του ἀπό τήν ἐξουσία (1355), ὕστερα ἀπό μιά συνωμοσία καί ἐπειδή τά ἐνδοοικογενειακά καί πολιτικά πράγματα ἐνστάλαξαν στήν ψυχή του τήν ἀπογοήτευση, θέλοντας νά ἠρεμήσει, κατέφυγε στή Μονή Μαγγάνων, παρά τήν ΚΠολη, ὅπου ἔγινε μοναχός, ὑπό τό ὄνομα Ἰωάσαφ. Ὅταν, λοιπόν, μετά τό 1356 ἐπεσκέφθη τό Ἅγιον Ὄρος, ἔφερεν ὁ ἴδιος στή Μονή Βατοπαιδίου τήν θήκη πού περιεῖχε ἄφθαρτη τήν Τιμία Ζώνη τῆς Παναχράντου.
Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο πού κατά τήν «παράδοση» «ἐδώρισε στήν ἴδια Μονή ὁ Σέρβος ἡγεμόνας Λάζαρος Α´ ἦταν ἕνας Σταυρός, πού περιεῖχε τμῆμα Τιμίου Ξύλου, μήκους 7 καί πλάτους 2 δακτύλων, ἐντός λειψανοθήκης, μέ ἀποτυπωμένες ἱερές μορφές καί ἀφιερωτική ἐπιγραφή στή σερβική γλώσσα.
Σήμερα ἡ λειψανοθήκη ἐκείνη φυλλάσσεται ἀνάμεσα στά πολύτιμα κειμήλια καί θησαυρίσματα τῆς Μονῆς. Ἑπομένως, ἡ ἄλλη ἀφιερωτική ἐπιγραφή πού τόν ἔφερε δωρητή τῆς Τιμίας Ζώνης καί τήν ἔχουν μεταγράψει πεπλανημένως στήν ἑλληνική, ἀκόμη καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι ἀνακριβής. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ἀνακρίβεια αὐτή πέρασε καί στήν παράδοση τῆς ἱστορίας τῆς ἀναφερομένης Μονῆς . Ἔγκειται δέ τό ἀνακριβές περιεχόμενό της στό γεγονός ὅτι κατά τό ἐπιγραφόμενο ἔτος ᾼΡΑ´ (= 1101) δέν ζοῦσε ὁ ἐν λόγῳ Σέρβος κνέζης (= πρίγκηπας) Λάζαρος Α´ Χρεμπελιάνοβιτς. Οἱ ἱστορικές πηγές μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἐκυβέρνησε τήν Σερβία τήν περίοδο 1371-1389 καί στή μάχη τοῦ Κοσυφοπεδίου (5 Ἰουνίου 1389) οἱ Μουσουλμάνοι τόν ἐθανάτωσαν . Οἱ δέ λόγοι πού τόν ὤθησαν στήν δωρεά τοῦ ἀναφερομένου Σταυροῦ μέ τό Τίμιο Ξύλο πρός τήν Μονή Βατοπαιδίου ἦσαν· α) προφανῶς οἱ προϋπάρχοντες ἀπό τόν 10ον αἰῶνα ἐκκλησιαστικοί δεσμοί μεταξύ Σερβίας καί Ἁγίου Ὄρους πού χρονολογοῦνται ἀπό τήν ἐποχή κατά τήν ὁποίαν ὁ Σέρβος Γεώργιος Χελανδάριος ἵδρυσε τήν μικρή Μονή τοῦ Χελανδαρίου, ὡς ἐξάρτημα τῆς Βατοπαιδίου. β) ἡ ἀπό τόν 12ον αἰῶνα διάδοση τοῦ μοναχικοῦ βίου στή Σερβία ἀπό Ἕλληνες μοναχούς, πού συνώδευσαν τήν πριγκίπισσα Εὐδοκία -θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Γ´ Κομνηνοῦ (1193-1203)- λόγῳ τοῦ γάμου της μέ τόν Σέρβο πρίγκιπα Στέφανο, πρωτότοκο υἱό τοῦ μεγάλου ζουπάνου τῆς Σερβίας, Στεφάνου Νεμάνια, καί γ) τό πέρασμα ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου τῶν δύο μεγάλων Σέρβων μοναχῶν πρώην εὐγενῶν καί μετέπειτα ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· τοῦ Συμεών (+ 1196) καί τοῦ υἱοῦ του Σάββα (+ 1235) πού τιμῶνται τήν 13η Φεβρουαρίου καί τήν 14η Ἰανουαρίου, ἀντιστοίχως. Στή μεσολάβηση αὐτῶν ὀφείλεται καί τό γεγονός ὅτι ὁ συμπέθερός τους Ἀλέξιος Γ´ Κομνηνός παρεχώρησε μέ αὐτοκρατορικό χρυσόβουλο τήν μικρή Μονή τοῦ Χελανδαρίου «ὅπως εἶναι τοῖς Σέρβοις δῶρον αἰώνιον». Σημειώνεται ὅτι τά παραπάνω διαπιστώνονται ἀπό τά παντός εἴδους δῶρα τῶν Σέρβων ἡγεμόνων πρός τό Ἅγιον Ὄρος, τά χρυσόβουλα καί τά ἄλλα σερβικά ἔγγραφα πού φυλάσσονται στό Σλαβικό Ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου .
2. Σήμερα στή Μονή Βατοπαιδίου διαφυλάσσονται τρία ἄνισα τμήματα τῆς Ἁγίας Ζώνης, σέ τρεῖς ἀργυρόχρυσες θῆκες, χωρίς ὅμως καί τά τρία νά ἀπαρτίζουν τήν ἀρχική τους ἔκταση. Τό πρῶτο καί μεγαλύτερο κομμάτι παραμένει πάντοτε στή Μονή πρός ἁγιασμό. Προέκυψε δέ αὐτό κατά τήν μεταφορά της πρός τήν Μονή Ἰβήρων, ὅταν οἱ μοναχοί της ἐμαστίζοντο ἀπό χολέρα. Τό δεύτερο, μικρό, περιέρχεται ἐκτός τῆς Μονῆς, γιά λόγους ἐξαγνιστικούς τῶν χριστιανῶν ἀπό λοιμικά νοσήματα, πάντοτε, ὅμως, μέ συνοδεία ὁμάδος Πατέρων τῆς Μονῆς. Τό τρίτο, τό μικρότερο, εἶχε χαθεῖ ὅταν κάποτε ἀπεστάλη μέσα σέ ἀσημένια θήκη πρός ἁγιασμό, στή Χαλκιδική. Τόν ἱερομόναχο πού τό συνόδευε συνέλαβαν στό δρόμο ληστές, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πῆραν τή θήκη, ἄφησαν τό περιεχόμενό της στό δάσος, χωρίς νά τοῦ ἀποδώσουν σημασία. Λέγεται, ὅτι ἕνας βοσκός πού εἶχε ἀκούσει τό περιστατικό, βλέποντας λάμψη σ᾿ ἐκείνη τή θέση ἐπῆγε, τό παράλαβε καί, στή συνέχεια, τό ἀπέδωσε πάλι στή Μονή . Σύμφωνα δέ μέ ἄλλες πληροφορίες, δύο ἀκόμη τεμάχια τῆς Ἁγίας Ζώνης ὑπάρχουν στό ἐξωτερικό. Τό ἕνα στό Βατικανό καί τό ἄλλο στήν πόλη Τρέβηρα (Trier) τῆς Γερμανίας .
Δέν εἶναι λίγοι οἱ κώδικες τῆς Μονῆς πού περιέχουν ἱκανές μαρτυρίες περί τῆς Ἁγίας Ζώνης (ἱστορικές, ὑμνογραφικές, θεραπεῖες λοιμικῶν νόσων κ.ἄ.), ἐνῶ σέ ἰδιαίτερο κώδικα εἶναι καταχωρημένα πολλά θαύματα πού ἔχει ἐπιτελέσει ἡ θεία Της δύναμη, ἀπό τήν ἡμέρα πού τήν ἀφιέρωσε, ὅπως διατυπώθηκε παραπάνω, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ ὁ Καντακουζηνός. Πρός ἐπιβεβαίωση ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικά, τά ἀκόλουθα τέσσερα ·
α. Κάποτε τό μικρό τμῆμα τῆς Τιμίας Ζώνης μεταφέρθηκε στήν πόλη Αἶνο τῆς Θράκης πού εὑρίσκεται στίς ἐκβολές τοῦ Ἕβρου, πρός ἁγιασμόν τῶν χριστιανῶν. Οἱ συνοδεύοντες αὐτό Βατοπαιδινοί πατέρες τό ἐμπιστεύθηκαν στόν ἱερέα τῆς πόλεως, ἡ πρεσβυτέρα τοῦ ὁποίου, μέ ἐπιτήδειο τρόπο, ἀπέκοψε τμῆμα γιά νά τό ἔχει ὡς φυλακτήριο. Ὅταν, ὅμως, οἱ πατέρες ἔλαβαν τό πλοῖο νά ἐπιστρέψουν στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκεῖνο προέβαλε ἀντίσταση καί δέν ἐκινεῖτο ἀπό τήν θέση του. Βλέπουσα τό γεγονός ἡ πρεσβυτέρα ἀπό τήν ξηρά, ὡμολόγησε στόν ἱερέα τήν κρυφή πράξη της. Τότε ἐκεῖνος ἔσπευσε καί ἔφερε τό κλεμμένο κομμάτι καί μόλις τό ἐπέδωσε στούς Βατοπαιδινούς πατέρες, τό πλοῖο ἀπέπλευσε πρός τή Μονή τῆς μετανοίας των . Μέ ἀφορμή δέ τό περιστατικό ἐκεῖνο ἡ Μονή κατεσκεύασε δεύτερη ἐπίχρυση λειψανοθήκη, ἐντός τῆς ὁποίας φυλάσσεται τό κλεμμένο ἐκεῖνο τεμάχιο.
β. Τό 1864 φοβερή χολέρα ἐμάστιζε τούς κατοίκους τῆς ΚΠολης. Ζητήθηκε, λοιπόν, νά μεταφερθεῖ ἐκεῖ ἡ Τιμία Ζώνη. Ὅταν τό πλοῖο ἐπλησίασε στό λιμάνι τοῦ Γαλατᾶ, ἡ χολέρα σταμάτησε καί ὅσοι εἶχαν προσβληθεῖ διασώθηκαν. Τό θαῦμα συνεκίνησε ἀκόμη καί τό σουλτάνο Ἀβδούλ Ἀζίζ (1861-1876) πού ἐζήτησε νά τήν ἀσπασθεῖ στά ἀνάκτορά του.
γ. Ὅταν τό 1894 ἐπιδημία ἀκρίδας κατέστρεφε τά δέντρα καί τά χωράφια στή Μάδυτο τῆς Μ. Ἀσίας, ζητήθηκε ἡ Ἁγία Ζώνη γιά νά διασωθοῦν. Μόλις τό πλοῖο ἔφθασε στό λιμάνι, σύννεφα ἀκρίδων ἐσκέπασαν τόν οὐρανό καί ἄρχισαν νά πέφτουν στή θάλασσα, μέ ἀποτέλεσμα νά δυσχεραίνεται ἡ ἀγκυροβόλησή του. Ἔκπληκτοι οἱ κάτοικοι παρακολούθησαν τό θαυμαστό γεγονός καθώς ἔβλεπαν νά ἀπομακρύνονται οἱ ἀκρίδες ἀπό τά δέντρα καί τά χωράφια τους καί νά ἐλευθερώνεται ἡ περιοχή τους. Ψάλλοντες δέ τό «Κύριε, ἐλέησον», τήν συνόδευσαν ἀπό τήν παραλία μέχρι τόν ναό, ὅπου ἐτελέσθη εὐχαριστήρια Δοξολογία .
δ. Σύμφωνα μέ θρησκευτική παράδοση στό χωριό Στενιές τῆς Ἄνδρου οἱ κάτοικοι παρακολουθοῦσαν ἀποβραδίς τό Μηνολόγιο πού ἔχει ἡ «Σύνοψη» καί ἂν ξημέρωνε ἑορτή μέ ἀργία, τότε σταματοῦσαν ὅλες τίς βαριές ἐργασίες, ἀπό τό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ μέχρι τό βράδυ τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Τό ἔτος, λοιπόν, 1920 καί στίς 31 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου, μιά ὁμάδα ἀπό νεαρές κοπέλες αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ ξεκίνησε νά πάη νά συνάξη ξύλα καί κλαδιά, γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ, χωρίς νά προσέξουν ἀποβραδίς, ἂν ἡ ἑπομένη ἡμέρα ἦτο ἀργία. Καθώς περνοῦσαν μέσα στό χωριό, μέ τά σχοινιά καί τά πριόνια, μεγαλύτερες στήν ἡλικία γειτόνισσες τίς εἶδαν καί ἀπόρησαν, πῶς αὐτή τήν ἡμέρα οἱ κοπέλες πηγαίνουν γιά μιά τέτοια βαριά ἐργασία καί, καθώς ἦταν φυσικό, τίς παρετήρησαν μέ τά ἑξῆς λόγια·
-Σήμερα πού γιορτάζει ἡ Παναγία μας, ἐσεῖς πηγαίνετε νά μαζέψετε ξύλα; Τότε μιά ἀπό τήν ὁμάδα, ἀφοῦ σταμάτησε γιά λίγο εἶπε·
-Ἄν, ὅπως λέτε, γιορτάζει σήμερα ἡ Παναγία καί δέν ἐπιτρέπεται νά πᾶμε γιά ξύλα, ἄς μᾶς τό ἀντιδείξη, δηλ. ἄς μᾶς στείλη ἕνα σημάδι, καί συνέχισε ἀμέριμνη τό δρόμο της.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ὁμάδα στήν τοποθεσία Πλάτανος -περιοχὴ ἀνάμεσα σέ ρεματιά- οἱ κοπέλες ἄρχισαν νά κόβουν καί δένουν δεμάτια ἀπό ξύλα καί κλαδιά. Σέ κάποια στιγμή, ἐκείνη πού εἶχε ζητήσει νά στείλη σημάδι ἡ Παναγία, ἐνῶ ἦταν σκυμμένη, ἄκουσε ἔντονο θόρυβο δίπλα της καί καθώς σήκωσε τό κεφάλι της νά δῆ τί ἀκριβῶς συμβαίνει, βλέπει μέσα στά κλαδιά τῆς πικροδάφνης μιά ὁλόσωμη, ὡραιότατη, μελαχροινή γυναίκα νά τήν παρατηρῆ σιωπηλή καί μέ σοβαρά, μεγάλα, ὄμορφα καί λαμπερά μάτια, φέρουσα στή μέση της μιά φαρδιά χρυσοποίκιλτη Ζώνη.
Ἔκθαμβη, ἄφησε ἀμέσως ὅλα της τά σύνεργα καί ἔφυγε μόνη πρός τό χωριό, ὅπου διηγήθηκε συγκλονισμένη, καθώς ἦταν, τό ὅραμά της. Στίς ἐπίμονες δέ ἀπορίες πολλῶν συγχωριανῶν της, ἀπαντοῦσε·
-Παρακαλῶ, ἀφῆστε με, μή μ᾿ ἐρωτᾶτε ἄλλο, ἀδυνατῶ ἐντελῶς νά σᾶς πῶ περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα εἶδαν τά μάτια μου...
Τό γεγονός αὐτό διατηρεῖται μέχρι σήμερα στή μνήμη πολλῶν ἀπό τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, πού συνεχίζουν μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια νά τηροῦν τήν ἀργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Ζώνης, κάθε χρόνο στίς 31 Αὐγούστου.
Καί στήν περίπτωση τῆς Σαντορίνης ἡ παρουσία τῆς Τιμίας Ζώνης ἐπετέλεσε θαυμαστά ἔργα, ὅπως αὐτά ἀναφέρονται στό «ΘΗΡΑΪΚΟ» ἔγγραφο.
Τέλος, ἡ διακεκριμένη τιμή πού ἀποδίδει ἡ Ἱ. Μονή Βατοπαιδίου στό ἱερό καί θαυματουργικό ἄμφιο, ἐκφράζεται καί ἀπό τό μεταβυζαντινό παρεκκλήσιο τῆς ΑΓΙΑΣ ΖΩΝΗΣ πού ἵδρυσε στόν περίβολό της , τό ἔτος 1794. Σ᾿ αὐτό τελεῖται σειρά ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί μάλιστα ἡ ἑορτή τῆς Εὑρέσεως κατά τήν 10η Ὀκτωβρίου 1830 στή Σαντορίνη καί τῆς ἐπανόδου αὐτῆς στή Μονή, ὅπου καί φυλάσσεται ἐπί 642 καί πλέον ἀδιάλειπτα χρόνια, ἀπό τότε πού τήν ἀφιέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Β´ ΜΕΡΟΥΣ
1. Βλ. S. K. Kissas, Predstava sv. Save Szpskoz Kao Ktitord Manastira Vatopeda, ἐν Zbornikza Licovne Umetonosti 19 (N. Sad 1988), σελ. 190-193.
2. Γ. Μαντζαρίδη, Θαυματουργές εἰκόνες καί Ἅγια Λείψανα, Βλέπ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου - Ἅγιον Ὄρος 1996, τόμ. Α´, σελ. 128, ἔνθα καί σχετική βιβλιογραφία.
3. Περισσότερα περί τοῦ Ἰωάννου Στ. Κατακουζηνοῦ, βλέπε Migne 153-154. Περί τῆς Μονῆς τῶν Μαγγάνων, βλέπε Θ.Η.Ε. τόμ. 8ος (1966), στ. 439, ἔνθα καί σχετική βιβλιογραφία. Steven Runciman, Ἡ τελευταία Βυζαντινή ἀναγέννηση (Μετάφρ. Λ. Καμπερίδη), ἔκδ. «ΔΟΜΟΣ» 1986, σελ. 30, 80.
4. Γ. Μαντζαρίδη, ἔνθ᾿ ἀνωτ.
5. Γιά λόγους ἁπλῶς ἐνημερωτικούς καταχωρίζομε καί ἐδῶ τό κείμενο τῆς ἀνελέγκτου ἐπιγραφῆς· «ΛΑΖΑΡΟΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ Τῼ ΘΕῼ. ΚΝΕΖΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΡΑΙΚΙΑΣ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ ΤΟ ΚΡΑΤΑΙΟΝ ΟΠΛΟΝ ΣΥΝ Τῌ ΑΧΡΑΝΤῼ, ΖΩΝῌ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΟΥ Τῌ ΜΟΝῌ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΟΥ ᾼΡΑ». Ἀναφορά στήν παραπάνω ἐπιγραφή ἔχει γίνει ἀπό τούς συγγραφεῖς· Νικόδημο Ἁγιορείτη, Συναξαριστής Δώδεκα μηνῶν, τόμ. β´, Βενετία 1819, σελ. 299, ὑποσημ. 1. Σκαρλ. Βυζάντιο, Ἡ ΚΠολις, Ἀθήνησιν 1890, τόμ. Α´, σελ. 588. Γ. Σωτη ρίου, Τό Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1915 (ἔκδ. Γ´), σελ. 157. Γ. Σμυρνάκη, Τό Ἅγιον Ὄρος, Καρυές Ἁγίου Ὄρους 1988, σελ. 438. Δ. Πασχάλη, Βυζαντιναί καί Μεταβυζαν τιναί ἐκκλησίαι τῆς Ἄνδρου, «Θεολογία» Κ Z´ (1956), σελ. 452, ὅπου περιγράφει καί τό μονύδριο τῆς Ἁγίας Ζώνης παρά τόν Ἀμόλοχο. Ἰ. Ράμφο, Ἁγιολογικά Μελετήματα Γ´, σελ. 15. Π. Χρήστου, Ὁδοιπορικό στό Ἅγιον Ὄρος, Θεσ/νίκη 1989, σελ. 64. Ἰ. Παναγιώτου, Ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, Ἀθῆναι 1971, σελ. 82. Σωτ. Καδᾶ, Τό Ἅγιον Ὄρος, Ἀθήνα 1995, σελ. 47, «Ἐκδοτική Ἀθηνῶν».
6. Προσκυνητάριο Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου - Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 54.
7. Πρβλ. Corovic, Lazar Hrebelianovic, ἐν Narodna Enciklopedija Srpsko Hrvatsko. Slovenancta τόμ. 2, Zagreb, σελ. 520 καί Istorigia Szpskog narodo, Beograd 1981, σελ. 592. Πρβλ. καί Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Θ´, σελ. 192, «Ἐκδοτική Ἀθηνῶν».
8. Γ. Κουρνούτου, Τό Ἅγιον Ὄρος, Ἱστορία καί Θρύλοι, Νέα Ἑστία (Ἀφιέρωμα), Ἀθήνα 1953, σελ. 20-22. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 58, 75.
9. Ὁ μέν Συμεών ἑορτάζει τήν 13η Φεβρουαρίου, ὁ δέ Σάββας τήν 14η Ἰανουαρίου. Πρβλ. Σωφρ. Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλη σίας, ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ἄ.ἔ., σελ. 413 καί 439 - Γ. Μαρτζέλου, Οἱ Ἅγιοι τῆς Μονῆς, ἐν Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Α´, σελ. 98. Πρός τόν ἅγιον Σάββαν «κτήτορα τῆς Μονῆς Χελανδαρίου» ὑπάρχει καί ἰδιαίτερος Παρακλητικός Κανόνας. Βλέπ. Στυλ. Ρηγοπούλου, Θησαυρός Ἁγίων, Θεσ/νίκη 1938, σελ. 305.
10. Κων/νου Νεχωρίτου, Τό Σλαβικό Ἀρχεῖο, ἐν Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Β´, σελ. 632. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 59.
11. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438.
12. Ἰ. Ράμφου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 15.
13. Πρβλ. καί Ἀναστ. Ἀσημακοπούλου, Ἡ ἁγία καί θαυματουργός Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ὅλη ἡ ἀκριβής ἱστορία της, Ἐν ΚΠόλει 1911, σχῆμα 8ον. Γ. Γοργίου, Ὕμνος εἰς τήν Ἁγίαν Ζώνην πρός ἀπαλλαγήν ἀπό τῆς χολέρας, ΚΠολις 1911, σχῆμα 8ον.
14. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 437. Προσκυνητάριο, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 54.
15. Προσκυνητάριο, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 58.
16. Μιλτ. Πολυβίου, Τά ἐντός τοῦ περιβόλου Μεταβυζανινά παρεκκλήσια, ἐν Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., τόμ. Α´, σελ. 184-187.
Γ´ Η ΤΙΜΙΑ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
1. Τά ἱστορικά δεδομένα τοῦ γεγονότος τῆς εὑρέσεως
Τρεῖς εἶναι οἱ μέχρι σήμερα ὑπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες μέ τίς ὁποῖες τεκμαίρεται ἡ ἄφιξη, ἀπόκρυψη καί εὕρεση τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στή Σαντορίνη. Ἐξ αὐτῶν οἱ δύο προέρχονται ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου καί ἡ τρίτη ἀπό ἀνέκδοτο ἔγγραφο ἰδιωτικοῦ Θηραϊκοῦ Ἀρχείου.
Ἡ πρώτη (Α) ἁγιορειτική γραπτή πηγή ἀποτελεῖται ἀπό δέκα ἕξι (16) χειρόγραφα φύλλα, γραμμένα ἀπό τόν μοναχό Ἀρσένιο τῆς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους. Ἄν καί ἡ χρονολογία τοῦ κειμένου τυγχάνει νά εἶναι ἐξίτηλη, ὅμως, ἀπό τόν τύπο τῆς γραφῆς τοποθετεῖται πρίν τό 1850. Σύμφωνα μέ τήν ἔνδειξη τοῦ α´ φύλλου, τό ὅλο κείμενο «Ἀφιαιροῦται (sic) τῇ Ἱερᾶ καί Σεβασμίᾳ Μεγίστη Μονῆ Βατοπαιδίου» καί φέρει, ἄνω δεξιά, ἐλλειψοειδή σφραγίδα τῆς Μονῆς «Σφραγίς τῆς Βατοπαιδινῆς». Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου πού περιέχεται στή β´ σελίδα ἔχει ὡς ἑξῆς·
«Διήγησις περί τῆς ζητήσεως τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπό τοῦ Μεγάλου Κάστρου τῆς Κρήτης καί τῶν φονευθέντων ἀδελφῶν ἡμῶν καί περί ὅσων μετέπειτα ἠκολούθησαν μέχρι τῆς ἐπανόδου αὐτῆς εἰς τόν Ἱερόν Μοναστήριον τοῦ Βατοπεδίου» .
Ἡ δεύτερη (Β) γραπτή μαρτυρία, χειρόγραφη, πηγάζει ἀπ᾿ τόν ὑπ᾿ ἀριθμόν 5 Κώδικα τῆς ἰδίας Μονῆς. Περιλαμβάνει δέ, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί τήν «ἱκανήν βοήθειαν πού ἐσύναξε ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς Σαντορίνης ὁ προηγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου κύριος Διονύσιος». Ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερα (4) φύλλα, πού οἱ ἐπίτροποι τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς ἀπέστειλαν τό 1953 στόν Θηραῖο Ἀνδρέα Νομικό. Στό τέλος τοῦ ἐγγράφου γίνεται λόγος καί γιά τήν πεντάφωτο λυχνία, ὀνομαζομένη «ΘΗΡΑ». Ἡ λυχνία αὐτή εὑρίσκεται μέσα στό καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου καίει ἀκατάπαυστα, μετά τήν ἐπαναφορά (1831) τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπό τήν Σαντορίνη.
Ἡ τρίτη (Γ) μαρτυρία περιέχεται σέ ἀνέκδοτο ἔγγραφο τοῦ 1830 (διαστ. 0,29Χ0,20), ἀποτελούμενο ἀπό ἑπτά (7) ἰδιόγραφες, ἐπί τῶν δύο ὄψεων, σελίδες. Συντάκτης τοῦ ἐγγράφου εἶναι ὁ Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας, ἀστυνόμος τοῦ Δήμου Καλλίστης καί διακεκριμένος διδάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς κατά τή διάρκεια τοῦ ιθ´ αἰῶνος . Τό ἐν λόγω «ΘΗΡΑΪΚΟ» ἔγγραφο πού παρατίθεται στή σελ. 57 κι ἑξ., παρεχώρησε τό 1970 στόν γράφοντα , πρός μελέτη, ὁ Ἀνδρέας Νομικός, ἀπό τόν Πύργο, πού ὡς συγγενής τοῦ Ἀντ. Σιγάλα ἐκληρονόμησε ὅλα τά ἔγγραφα καί βιβλία του. Μεταξύ τῶν τριῶν προαναφερομένων γραπτῶν μαρτυριῶν, ἂν καί ὑπάρχουν ὡρισμένες διαφορές, ἐν τούτοις δέν μειώνουν τήν ἱστορικότητα καί τήν ἀξία τοῦ γεγονότος τῆς εὑρέσεως. Ἀντιθέτως, ἐνισχύουν καί ἑρμηνεύουν τήν τοπική του προέλευση. Μάλιστα τό ἔγγραφο τοῦ Σιγάλα εἶναι ἀκριβέστερο, ἐπειδή ὁ συντάκτης του ἀποτυπώνει ἰδίοις ὄμμασι τήν πραγματικότητα καί ὅπως αὐτή ἐμφανίζεται σ᾿ ὅλη τήν ἔκτασή της. Τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα, ἀναφερόμενο στήν περιγραφή τῶν κειμηλίων, θεωρῶ, ὅτι ἀρκεῖ ὡς μία ἁπλή ἔνδειξη·
«Τό κιβώτιον τό περιέχον τήν Τιμίαν Ζώνην εἶναι ὅλον χρυσοῦν, ἔχον μέγεθος καί σχῆμα ὡς τό ἐπισυνημμένον δεῖγμα. Ἐπ᾿ αὐτοῦ διεκρίνοντο τρία ἴσα μέρη δι᾿ ὧν ἐδηλοῦτο τό μέγεθος τοῦ τμήματος τούτου τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου (διότι δέν ἦτο ὁλόκληρος ἡ Τιμία Ζώνη Της, ἀλλά τμῆμα ἐκείνης) καί τά μέν δύο ἄκρα τοῦ τμήματος τούτου ἦσαν κεκαλυμμένα διά τῆς αὐτῆς χρυσῆς πλακός δι᾿ ἧς καί τό κιβώτιον, τό δέ μεσαῖον ἦτο ἀνοικτόν καί διεκρίνετο καθαρῶς τό ὕφασμα ἐκ τριχός καστανοῦ μέ χρυσάς κλωστάς συνυφασμένον, ἅς (ὡς λέγουν) προσέθεσε ἡ Βασιλίς Πουλχερία, χάριν εὐλαβείας. Ὁ δέ Σταυρός περιέχων Τίμιον Ξύλον ἦτο τετραμερής, μέγεθος ἔχων ὅσον ὁλόκληρα τά φύλλα τοῦ παρόντος ἀνοικτά (Σ.Σ. περίπου 40 ἑκατοστά), κεκοσμημένος μέ διαφόρους ὑαλίνους λίθους, ἐξ ὧν ἦσαν πολλοί ἀφῃρημένοι (ὡς λέγουν) ἀπό τήν σύζυγον τοῦ Δομηνίκου, τούς ὁποίους, ἄλλους μέν ἐδώρησεν εἰς φίλας της Δυτικάς κυρίας, ἄλλους δέ ἐξεποίησε πρός χρῆσιν της. Τό δέ Τίμιον Ξύλον εἶχε μέγεθος ἑπτά δακτύλων, ὡς ἔγγιστα, κατά τό μῆκος, κατά τό πλάτος ἑνός καί ἡμίσεος δακτύλου . Ἡ Τιμία κάρα Ἀνδρέα τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἦτο ἀσκεπής, ἧς τό κιβώτιον μεῖναν ἐν Κρήτῃ μέ διάφορα ἄλλα ἀφιερώματα ἐστάλη ἀδελφός τῆς Μονῆς ἐπί τούτῳ διά νά μεταφέρῃ ταῦτα ἐν Θήρᾳ».
Τό συμπέρασμα πού προκύπτει ἀπό τά ὅσα διατυπώθηκαν προηγουμένως εἶναι τοῦτο· τυγχάνει ἐξόχως συγκινητική ἡ ἱεροπρεπής πρωτοβουλία τῶν Θηραίων νά διασώσουν αὐτά τά ἅγια λείψανα, τήν ἁγιαστική χάρη τῶν ὁποίων ἔχει παντοτε ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καί ἰδιαιτέρως ἡ σεισμοπαθής Σαντορίνη .
2. Ὁ Ἄγγλος Πρόξενος Δομήνικος Σανταντώνιος ἀποκαλύπτει στά Φηρά τά ἱερά κειμήλια
Ἔχοντας ὑπόψη τά δεδομένα καθώς αὐτά περιέχονται στίς προηγούμενες γραπτές μαρτυρίες, διατυπώνομε τά ἀκόλουθα πού ἀφοροῦν στήν ἀποκάλυψη τῶν ἱερῶν κειμηλίων στήν συνοικία τῶν Καθολικῶν στά Φηρά, τό ἔτος 1830.
Ἀπό τούς πρώτους μῆνες τοῦ 1820 ἡ μεγαλόνησος Κρήτη καί μάλιστα τό Ἡράκλειο ἐμαστίζετο ἀπό φοβερή πανώλη, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας πολλοί κάτοικοι εἶχαν βρεῖ τόν θάνατο. Προκειμένου, λοιπόν, νά φύγη ἡ λοιμική ἐκείνη ἀσθένεια, ἱερωμένοι προεστῶτες καί λαϊκοί Κρῆτες, ἐλθόντες στό Ἅγιον Ὄρος, ἐζήτησαν ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου νά τούς ἀποστείλει τήν Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου. Ἡ Μονή, μέ συνοδεία πέντε μοναχῶν, ἀπέστειλε τόν Ἰούνιο τοῦ 1820, μέ ἰδιαίτερο καράβι, στό Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τό λεγόμενο «Castello di Mare» δηλ. στό Ἡράκλειο, τά παρακάτω ἱερά λείψανα, μέ σκοπό ἡ ἐπενέργειά τους νά ἀποδιώξη τό θανατικό ἀπό τήν μεγαλόνησο·
α. Τμῆμα τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου.
β. Ἕνα Σταυρό μέ τμῆμα Τιμίου Ξύλου, καί
γ. Τήν Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Μετά ἀπό ταξίδι δεκαπέντε ἡμερῶν, τό καράβι ἔφτασε στήν Κρήτη. Οἱ πατέρες ἄρχισαν νά τελοῦν ἁγιασμούς, ὥστε νά φύγη ἡ ἀσθένεια μέ τό θανατικό πού σκόρπιζε στό λαό. Ὅμως, συνέβαινε, τήν ἴδια περίοδο, οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι πού κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὁλόκληρη τήν Κρήτη, νά προξενοῦν λεηλασίες, σφαγές καί γενικῶς νά ἐπιδιώκουν τήν ἐξόντωση τῶν χριστιανῶν . Οἱ τρεῖς Τοῦρκοι πασάδες (Ἡρακλείου, Ρεθύμνου καί Χανίων) δέν εἶχαν τήν ἀνάλογη στρατιωτική δύναμη νά καταστείλουν τά γεγονότα, ὁπότε οἱ χριστιανοί ἄρχισαν ἔνοπλον ἀγώνα γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 οἱ διωγμοί τῶν Τούρκων ἔγιναν φοβερώτεροι σ᾿ ὅλη τήν μεγαλόνησο, μέ ἀποτέλεσμα τρεῖς ἀπό τούς πατέρες τῆς Μονῆς, οἱ ἱερομόναχοι Νεόφυτος καί Ἀμβρόσιος καί ὁ μοναχός Μακάριος, μετά ἀπό βασανιστήρια, νά θανατωθοῦν. Τήν ἴδια τύχη εἶχε ὁ μητροπολίτης Κρήτης καί πολλοί ἄλλοι χριστιανοί. Οἱ ἐναπομείναντες δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί Διονύσιος καί Δωρόθεος καί ὁ ἱεροδιάκονος Παρθένιος, ἐν μέσῳ πολλαπλῶν κινδύνων, κρατοῦντες τό σεντούκι μέ τήν Τιμία Ζώνη καί τόν Τίμιο Σταυρό, πηδήσαντες ἀπό τό τεῖχος τῆς Μητροπόλεως Κρήτης «κατέφυγον εἰς ἕν ὀσπίτιον τούρκικον, ἀπό τά λεγόμενα τῶν Κουρμούληδων», κατά τό ἔγγραφο, πού ἦσαν κρυπτοχριστιανοί. Ὅταν, ὅμως, οἱ Τοῦρκοι τούς ἀντελήφθησαν, τούς κατεδίωξαν, τούς πῆραν τό κιβώτιο μέ τά ἅγια κειμήλια καί τά ἔφεραν στόν βεζύρη τοῦ Ἡρακλείου. Μετά τρεῖς μῆνες ἔπαυσαν οἱ διωγμοί. Οἱ ἁγιορεῖτες ἔσπευσαν καί τά ἐζήτησαν, ἀλλ᾿ «ἐκεῖνος τά παρέδωκεν εἰς τόν Ἀγγλικόν κόνσολαν κύριον Δομένικον, λαβών ἀπό αὐτόν ἰδιόχειρον ἐνσφράγιστον μαρτυρικόν Γράμμα τῆς περιλαβῆς των, διά ἰδικήν του ἀσφάλειαν» .
Οἱ πατέρες, τότε, παρεκάλεσαν τόν Ἄγγλον πρόξενον Κρήτης Δομήνικον Σανταντώνιον νά τούς προσφέρει προστασίαν. Ἐπειδή, ὅμως καί στό Ἀγγλικό Προξενεῖο ἐκινδύνευαν ἀπό βίαιο θάνατο, ὁ πρόξενος, ὁ ἀδεφός του καί ἡ σύζυγός του Στεφανία, τούς ἐφυγάδευσαν μέ σκάλες ἀπό τά παράθυρα τοῦ Προξενείου καί τούς ἐμπαρκάρησαν σέ καράβι μέ γαλλική σημαία, ἀφοῦ πρῶτα ἐπλήρωσαν στόν πρόξενο 10.000 γρόσια, μέ σκοπό νά πάρει πίσω ἀπό τόν ἡγεμόνα τό σεντούκι μέ τά δύο ἱερά λείψανα, πού μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους εἶχαν διασώσει ἀπό τήν μανία τῶν Τούρκων.
Πράγματι, εὐθύς, ὡς ἀνεχώρησαν οἱ μοναχοί, ὁ πρόξενος ἔσπευσε καί παρέλαβε ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Κρήτης τό σεντούκι μέ τά κειμήλια. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐπειδή τό καράβι συνάντησε στό ταξίδι του πολλά ἐμπόδια, ἀναγκάστηκε νά ἐπιστρέψει καί πάλι στό Κάστρο τῆς Κρήτης, ὅπου, καθώς τό εἶδαν οἱ ἐπαναστατημένοι Τοῦρκοι «ἐπῆραν τούς δύο καλογήρους καί τούς ἔδεσαν... καί τούς ἐπῆγαν δέρνοντες εἰς τόν πασᾶν...». Ἐκεῖνος, τόν μέν Δωρόθεον ἐχάρισε ὡς δοῦλον σ᾿ ἕναν Τοῦρκο, τόν δέ Διονύσιον οἱ Τοῦρκοι ἐξεβίαζαν νά γίνει μωαμεθανός. Μπροστά στή γενναία ἄρνησή του, οἱ Τοῦρκοι ἐτρύπησαν μέ πυρωμένη σούβλα τά μηνίγγια του. Μέχρι τέλους ὁ ὁσιομάρτυρας μοναχός παρέμεινε ἀνυποχώρητος... Τό πρωῒ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας τόν ἐκρέμασαν .
Βλέποντας ὁ πρόξενος, ὅτι οἱ τουρκικές ταραχές καί οἱ διωγμοί συνεχίζοντο, ἀναγκάσθηκε καί ἐκεῖνος νά ἐγκαταλείψη τήν Κρήτη, παίρνοντας μαζί τό σεντούκι μέ τά ἱερά κειμήλια καί ἐπιπλέον τήν κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, χωρίς τή θήκη της, πού εἶχε παραμείνει πρός φύλαξη στή Μητρόπολη μέ τά ἄλλα ἀφιερώματα τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ πρόξενος ἔφθασε στό λιμάνι τῆς Δίας, βορείως τοῦ Ἡρακλείου γιά νά ἀποπλεύσει, τό γράμμα τῆς παραλαβῆς τῶν «Ἁγίων» ὑπέγραψαν, ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο καί τέσσερις ὀρθόδοξοι καπετάνιοι ἀπό τήν Σκλαβουνία, δηλ. τήν Ἀνατολική Μακεδονία, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἕνας, ὅταν ἐπεσκέφθη τό Ἅγιον Ὄρος, ἐγνώρισε στούς μοναχούς τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου τά συμβάντα. Προορισμός τοῦ προξένου ἦτο νά φθάσει στή Μάλτα καί ἀπό ἐκεῖ στή Σικελία. Ὅμως, στή διάρκεια τοῦ ταξιδίου ἔπνευσαν ἰσχυροί ἄνεμοι, τό πλοῖο ἄλλαξε πορεία καί λόγῳ τῆς καιρικῆς ἀνάγκης ἐλλιμενίσθηκε στή Σαντορίνη. Μᾶς εἶναι ἀκόμη ἄγνωστο ἄν ὁ ἐλλιμενισμός ἔγινε στόν ὅρμο τῶν Φηρῶν ἢ τοῦ Ἀθηνιοῦ. Πιθανότερο εἶναι ὅτι ἔγινε στόν Ἀθηνιό, ἐπειδή τήν περίοδο ἐκείνη ἐξυπηρετοῦσε τήν οἰνεμπορική κίνηση τῆς νήσου, ὕστερα ἀπό τά βασικά λιμενικά του ἔργα . Φέρνοντας μαζί του ὁ πρόξενος καί τά τρία ἅγια λείψανα, ἀνέβηκε στά Φηρά, ὅπου ἐνημέρωσε τό Ἀγγλικό Θηραϊκό προξενεῖο περί τοῦ σκοποῦ τῆς ἀφίξεώς του. Ἀρχικῶς προσφέρθηκαν νά τόν φιλοξενήσουν οἱ Καθολικοί τῶν Φηρῶν. Στή συνέχεια, ὅμως, γνωρίσθηκε, ὡς ἄριστος ἰατρός, μέ ἄλλα σημαίνοντα πρόσωπα τῆς πόλεως, καθώς καί μέ Κρητικούς πού ἦταν γνωστοί στήν οἰκογένειά του κατά τήν διαμονή του στήν Κρήτη . Ἐν τῷ μεταξύ τά πολεμικά γεγονότα τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν ἁπλωθεῖ καί στίς Κυκλάδες, ὅπου ἐδημιούργησαν κατάσταση ἀναρχίας, ἔξαψη πνευμάτων καί ἐμφάνιση φατριῶν. Οἱ μέν ὑπεστήριζαν τόν ἀγώνα, οἱ δέ, κυρίως οἱ Καθολικοί, ἀντιδροῦσαν. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως στή Σαντορίνη, στίς 5 Μαΐου 1821, ἔδωσε στόν Σανταντώνιο τήν εὐκαιρία νά κρίνει, ὅτι εἶχε συμφέρον νά παραμείνει ἐκεῖ, ἀφ᾿ ἑνός ἐπειδή διέθετε τόν κατάλληλο χῶρο νά κρύψει, μέ περισσή φροντίδα, τά κειμήλια πού ἱεροκρυφίως εἶχε μεταφέρει ἀπό τήν Κρήτη -ὥστε λησμονημένα ἀπό τόπο καί χρόνο νά σταθεῖ ἀδύνατο νά ἐπανέλθουν στά χέρια τῶν Ὀρθοδόξων- καί ἀφ᾿ ἑτέρου, ἐπειδή, ὡς ἰατρός θά ἀσκοῦσε τό ἰατρικό ἐπάγγελμα, σέ μιά περίοδο πού σ᾿ ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία Σαντορίνης, μέ πληθυσμό 17.000 χριστιανούς , ἡ ἐπιστημονική ἰατρική περίθαλψη ἦταν ἀνύπαρκτη. Μόλις μετά τό 1833 παρουσιάζονται ἐπ᾿ αὐτῆς οἱ πρῶτοι ἐπιστήμονες ἰατροί, ὁ Γεώργιος Πίντος, χειρουργός, καί ὁ Ἰωσήφ Δεκιγάλας, διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιέννας (Ἰταλία) .
Τό γεγονός ὅτι ὁ Σανταντώνιος περιέθαλψε καί ἐπροστάτευσε τούς ἐνδεεῖς τῆς νήσου σέ μιά, ὄντως, κρίσιμη περίοδο, ἦταν γνωστό ὄχι μόνο στό εὐρύτερο κοινό τοῦ τόπου, ἀλλά καί στήν τότε προσωρινή Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος, στό Ναύπλιο, ἡ ὁποία διά τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), τοῦ ἀπέστειλε ἔγγραφο τό ἔτος 1824, μέ τό ὁποῖο τόν ἐπαινοῦσε διά «τά φιλελληνικά φρονήματα καί τά φιλάνθρωπα ἔργα του» .
Μέ τό τελευταῖο δεδομένο δηλ. τήν προσφορά ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν πρός τούς κατοίκους τῆς Σαντορίνης, ὁ Σανταντώνιος ἐθεωρεῖτο ὑπεράνω κάθε ὑποψίας, «τιμώμενος καί ἀγαπώμενος παρά πάντων μέχρι τό 1829, ὅταν παρουσιάσθηκε τό ζήτημα τῶν ἱερῶν κειμηλίων», ὅπως ἀναφέρει τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο. Καθώς, ὅμως, πέρασαν τά πρῶτα χρόνια ἀπό τήν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως καί ὑποχωροῦσε ἡ κοινωνική ἀναταραχή, ἄρχισε νά μεταδίδεται ὁ πρῶτος ψίθυρος γύρω ἀπό τό θέμα τῶν κειμηλίων, προερχόμενος ἀπό ἀκριτομύθιες τῆς συζύγου του Στεφανίας, ἀνάμεσα στίς καθολικές οἰκογένειες τῶν Φηρῶν.
Γνώση τῶν πληροφοριῶν ἔλαβε καί ἡ Μονή Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία σέ συνδυασμό μέ τά συμβάντα στό λιμάνι τοῦ Ἡρακλείου, ἀπέστειλε γράμματα στόν Σανταντώνιο , ζητοῦσα νά τῆς ἐπιστρέψη τά ἱερά κειμήλια. Παραλλήλως, παρεκάλεσε τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀγαθάγγελο (1826-1830), νά παρέμβη ἐπί τοῦ θέματος, καθώς καί τόν Θηραῖο Ρῶσο πρόξενο Βασίλειο Σ. Μαρκεζίνη . Παρά ταῦτα ὁ Σανταντώνιος περιφρονοῦσε τούς πάντες. Αἰσθανόταν δέ ἀσφαλής, ἐπειδή, λόγῳ τῶν ἐπαναστατικῶν γεγονότων στήν περιοχή τῆς Μακεδονίας, ἦταν ἀδύνατο νά κατέλθουν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος μοναχοί, μέ σκοπό νά τόν συναντήσουν καί διεκδικήσουν νά παραλάβουν τά «Ἅγια». Πράγματι, ἡ Ἐπανάσταση στό Ἅγιον Ὄρος ἐπέφερε μεγάλην ἀναστάτωση καί σύγχυση μεταξύ τῶν μοναχῶν, οἱ πλεῖστοι ἀπό τούς ὁποίους ἐπιζητοῦσαν τήν ὑποταγή στούς Τούρκους. Μάλιστα, ἀπεσταλμένοι τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἔφθασαν στό τουρκικό στρατόπεδο τῆς Κασσάνδρας καί προσκύνησαν τόν Μεχμέτ Ἐμίν, πασᾶ τῆς Θεσ/νίκης, ὁ ὁποῖος, μόλις ὑπέταξε (Δεκέμβριος 1821) τή Σιθωνία καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἐπέβαλε στήν Ἱερά Κοινότητα πρόστιμο (τζερεμέ) 3.300 πουγγιά, δηλ. 1.650.000 γρόσια καί χωριστά 500 γρόσια, ὡς λύτρα, στόν καθένα ἀπό τούς 3.000, τότε, μοναχούς. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς ἠρεμίας ἐπῆλθε, τελικά, μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος (1829), μετά ἀπό τίς πάσης φύσεως καταστροφές, αὐθαιρεσίες, βεβηλώσεις ναῶν, θανάτους μοναχῶν καί κοσμικῶν πού προξένησαν οἱ Τοῦρκοι .
Ἀμέσως, τότε, ἡ Μονή Βατοπαιδίου ἀπέστειλε στή Σαντορίνη τόν ἱερομόναχο - προηγούμενο Διονύσιο καί τόν μοναχό Στέφανο, ἐφοδιασμένους μέ νέα Γράμματα, προκειμένου νά ζητήσουν ἀπό τόν Σανταντώνιο τά «Ἅγια». Οἱ μοναχοί ἀναχωρήσαντες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος «ἐπῆγαν εἰς τήν Σκόπελον, τήν Σύρον καί ἐκεῖθεν εἰς τήν Σαντορίνην», στήν ὁποία ἔφθασαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Παρουσιασθέντες στόν ἐπίσκοπο Θήρας Ζαχαρία, πού εἶχε τό κονάκι του στόν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Κίσσηρα, στόν Πύργο , κάτω ἀπό τήν Ἑλληνική Σχολή τῆς Μαρτινοῦς πού ἀνῆκε στόν Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἐπέδωσαν τά Γράμματα καί τοῦ ἐξέθεσαν τό πῶς διαμορφώθηκε τό ὅλο ζήτημα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων.
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ ἀρχικός ψίθυρος περί τῶν κειμηλίων εἶχε πλέον ἐπεκταθεῖ στόν λαό καί εἶχε βεβαιωθεῖ καί ἀπό τούς Κρητικούς πρόσφυγες, πού κατά τήν περίοδο τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν μετοικήσει στή Σαντορίνη. Ἐγνώριζαν δέ ἀπό συναντήσεις των, ὅτι κάθε ἑορτή τῆς Παναγίας, ὁ πρόξενος Σαναντώνιος ἐπανηγύριζε καί ὅτι στό δωμάτιό του ἄναβε ἀκοίμητο καντήλι, χωρίς νά γνωρίζουν τήν ἀκριβή αἰτιολογία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς του.
Οἱ Βατοπαιδινοί μοναχοί, ὄντες βέβαιοι, ὅτι ὁ Θεός τούς ἐπιβλέπει ἐξ οὐρανοῦ, ἐζήτησαν καί ἀντάμωσαν τόν ἴδιο τόν πρόξενο στά Φηρά, στόν ὁποῖο καί ἐπέδωσαν τά Γράμματα τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Καθώς τά εἶδεν, ἄρχισε νά φωνάζη, νά καταρᾶται καί νά τούς διώχνη μέ τήν πειρακτική πρόκληση· «Ἐγώ, δέν ἔχω τίποτε· τά 'Ἅγια' τά ἐπῆρεν ὁ πασάς τῆς Κρήτης»! Μετά ἀπό τά λόγια αὐτά, περίλυποι καί διωγμένοι «ἕνεκεν δικαιοσύνης» οἱ μοναχοί, ἀπεχώρησαν, σκεπτόμενοι τί νά πράξουν. Τότε ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος «ἐπικαλούμενος τήν Κυρίαν Θεοτόκον καί ἐλπίζων εἰς τήν βοήθειάν Της», ὅπως ἀναφέρει τό Α´ Ἁγιορειτικό ἔγγραφο, τό ἴδιο βράδυ, συνοδευόμενος καί ἀπό τόν μοναχό Στέφανο, πῆγε καί ἀντάμωσε καί πάλι τόν πρόξενο, στόν ὁποῖο μέ παλμό καί ζωντανό φρόνημα εἶπε· «Ἡ ὑπόθεση διά τά 'Ἅγια' πρέπει νά λάβη τέλος.
Ἄν ἡ ἐξοχότης σου τά ἔχει ἢ ἄν τά ἔδωσε, πρέπει νά ὑπάρχουν ἀποδείξεις, διότι τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό...».
Ὁ πρόξενος καί πάλι ἔμεινεν ἀσυγκίνητος. Ἡ καρδιά του σκληρή, σάν τό γρανίτη, ἔδειξε ἀλύγιστη μπροστά στήν αὐθεντικότητα καί τήν ὁσιότητα τῆς μορφῆς τῶν δύο ἁγιορειτῶν, πού ἔφυγαν γεμάτοι ἀπό θλίψη γιά νά ἐπιστρέψουν στόν Πύργο, ὥστε νά ἐνημερώσουν μέ τά νεότερα τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία.
Μόλις, ὅμως, ἀπομακρύνθηκαν, ἦλθεν ἀοράτως ἡ χάρη τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου καί, ὡς ἄλλη «ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» ἐμώρανε κάθε χαράκωμα καί κραταίωμα, πού εἶχε στήσει μέ δολιότητα στήν ψυχή του ὁ πρόξενος Σαναντώνιος, μέ ἀπώτερο σκοπό νά οἰκειοποιηθῆ, προφανῶς, τά πάνσεπτα καί πρωτοχριστιανικά λείψανα τῆς πίστεως μας.
Ἔτσι ἐπί τέσσερις μῆνες, ἀπό τόν Ἰούνιο ἕως τόν Σεπτέμβριο, δέν ἡσύχασε οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύκτα. Τό πρόσωπό του ἔλαβε μυστηριώδη ἔκφραση. Ἔδειχνε ἄνθρωπο εὑρισκόμενο σέ ψυχικό κλύδωνα, «πάντοθεν πολεμούμενον», ἀνυπεράσπιστο στό ἀδιέξοδο πού τοῦ ἔστησε ὁ πονηρός.
Συνάμα ἄρχισε νά ὑποπτεύεται ὅλους γύρω του. Περισσότερο, ὅμως, ἐφοβεῖτο τόν λαόν, μήπως ἔλθη καί τοῦ πάρη διά τῆς βίας τά κειμήλια. Προκειμένου, λοιπόν, νά τά διασφαλίση καλύτερα, τά μετέφερε στή Μονή τῶν Δομηνικανίδων , πού δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπό τήν κατοικία του. Θέλοντας δέ νά διασκεδάση τήν ψυχική του κατάσταση καί συνάμα νά διαλύση κάθε πρός τό πρόσωπό του ἀμφιβολία, ἐκάλεσε σέ γεῦμα τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία. Ὁ πανιερώτατος, ἄν καί λόγῳ θέσεως ἐγνώριζε τόν Σανταντώνιο, ἐθεώρησε τήν πρόσκληση ὡς τήν κατάλληλη εὐκαιρία νά συζητήση μαζί του τό φλέγον θέμα τῶν κειμηλίων, πού κρατοῦσε σέ μεγάλη ἀνησυχία τήν τοπική Ἐκκλησία καί τό Ἅγιον Ὅρος. Παρέλαβε, λοιπόν, μαζί του, ὡς μάρτυρες τῆς ἀληθείας, τόν ἀρχιδιάκονό του Σεραφείμ Καΐρη καί τόν ἀστυνόμο τοῦ Δήμου Καλλίστης Ἀντώνιο Ν. Σιγάλα, πού ἦταν καί οἱ δύο εὐνοούμενοι τοῦ προξένου.
Στή διάρκεια τοῦ γεύματος ὁ ἐπίσκοπος, μέ σθεναρότητα, ἀπεκύλισε τόν λίθο τοῦ θέματος τῶν ἁγίων σεβασμάτων καί παρεκάλεσε τόν πρόξενο νά τά παραδώση. Ἐκεῖνος, τότε, στίς ἐκκλήσεις τοῦ ἐπισκόπου ὡμολόγησε, ὅτι ὄντως τά κειμήλια ὑπάρχουν, ἀλλά «δέν μπορεῖ νά τά παραδώση, κωλυόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος τῆς συζύγου του»(!) ἀναφέρει τό Θηραϊκό ἔγγραφο.
Μετά τήν ἀποκάλυψη αὐτή ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας σηκώθηκε ἀπό τό τραπέζι, ἐπέστρεψε στόν Πύργο καί μέ τήν ἰδιότητά του, ὡς ἀστυνόμου, ἐκάλεσε τούς Δημογέροντες, τούς ἱερεῖς καί τούς κατοίκους τῶν χωρίων τοῦ Δήμου, τήν ἑπομένη μετά τήν Θ. Λειτουργία, ἀφοῦ λάβουν τίς σημαῖες καί τά φανάρια τῶν ἐκκλησιῶν νά συναχθοῦν ἔξω ἀπό τό Καστέλλι τοῦ Πύργου, διότι ἔχει νά τούς ἀνακοινώσει κάτι σημαντικό. Ὅταν, λοιπόν, ἡ μεγάλη ἐκείνη σύναξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἄκουσε μέσα στό περιτείχισμα τοῦ Καστελιοῦ τήν εἴδηση, ὅτι ἡ Τιμία Ζώνη, ὁ Σταυρός μέ τό Τίμιο Ξύλο καί ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, χωρίς τήν θήκη της, εὑρίσκονται στό σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, στά Φηρά, ξέσπασε ἀπό ἔκδηλη χαρά καί εὐφρόσυνη ἱκανοποίηση. Ἀμέσως, σχηματίσθηκε μεγάλη πομπή καί μέ ἐπικεφαλής τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τούς ἱερεῖς, τούς Δημογέροντες καί τόν λαό ξεκίνησε πρός τόν Ἅγιο Ἀνδρέα, καί διά τοῦ εὐθυγράμμου δρόμου τοῦ Λοιμοκαθαρτηρίου, δυτικά τῆς Μεσαριᾶς, ἐβάδισε γεμάτη ἀπό χριστιανικό ζηλωτικό φρόνημα πρός τήν πόλη τῶν Φηρῶν, ἐνῶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν κτυποῦσαν χαρμόσυνα τό ἄγγελμα τῆς ἀποκάλυψης, τοῦ ἐπί δέκα χρόνια κρυμμένου μυστηρίου.
Ὅταν ἡ πομπή ἔφθασε στήν ὁρισμένη θέση ὁ Σιγάλας ἀνέβηκε στό σπίτι τοῦ προξένου καί ἐνημέρωσε τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία ὅτι ὁ λαός εὑρίσκεται συγκεντρωμένος κάτω στήν πόλη, μέ σκοπό νά παραλάβη τά ἅγια λείψανα. Ἀκούοντας ὁ πρόξενος τήν εἴδηση αὐτή, ἦλθε σέ ἀπόγνωση. Ἔδειχνε ἀναποφάσιστος νά καταπνίξη τήν νοσηρή πάλη τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων πού κυριαρχοῦσαν στή ψυχή του· Νά ἀποκαλύψη τά κειμήλια ἢ ὄχι!
Ἐβράδυασε καί ἡ νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τό πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀμετακίνητο στή σθεναρή ἀπαίτησή του. Ἡ ἀγωνία ὅλων εἶχε κορυφωθεῖ σέ ἔντονη προσδοκία. Ἡ ὥρα εἶχε φθάσει 10 τό βράδυ καί ἡ συζήτηση τῶν συνδαιτημόνων προχωροῦσε μέ ἀθυμία, ἀνάμεσα στούς συνομιλητές. Ξαφνικά, ὁ πρόξενος σηκώθηκε καί προχώρησε στό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ του. Σέ λίγη ὥρα ἐπανῆλθε, ἐνῶ ἡ μυστική ἔκφραση τοῦ προσώπου του ἐφανέρωνε τή χαρά τῆς ψυχῆς του. Χωρίς νά χάνη χρόνο προετοίμασε κατάλληλο χῶρο στό μεσαῖο δωμάτιο, μεταφέροντας σ᾿ αὐτό καί ἕνα τραπέζι. Στή συνέχεια, μαζί μέ τήν γυναίκα του Στεφανία ἔφυγε, ἀφήνοντας τούς τρεῖς συνομιλητές του σέ ἀπορία. Περί ὥρα 2 μετά τά μεσάνυκτα, ἐπέστρεψε, λέγοντας, ὅτι «ἐπῆγε εἰς τό μοναστήριον τῶν Φράγκων, ἐπῆρε τό κιβώτιο μέ τά Ἅγια καί τά ἔφερε εἰς τό σπίτι του»! Ἀφοῦ τό ἄνοιξε ἔλαβε, μέ ἀνεπιτήδευτη λιτότητα, ἕνα χρυσοκέντητο κάλυμμα, τό ἅπλωσε στό τραπέζι, καθώς καί εἴκοσι κηροπήγια μέ ἰσάριθμα κεριά. Ἐνῶ τά βλέμματα ὅλων ἦταν προσηλωμένα ἐπάνω του, ἐκεῖνος μέ ἤρεμη ἀπόφαση ἄναψε τά κεριά, ἐθυμιάτισε ὅλο τό δωμάτιο, καθώς δέν μποροῦσε νά κρύψει τά δάκρυα πού κυλοῦσαν στό πρόσωπό του, ἔλαβε ἀπό τό κιβώτιο τή θήκη μέ τά «Ἅγια». Μέ ἱεροπρεπή κίνηση τήν ἀνύψωσε καί ἀφοῦ προχώρησε μέ ἀσταθές βῆμα, «ἔδωσεν εἰς χεῖρας τοῦ Ἁγίου Δεσπότου Σαντορίνης τήν Τιμίαν Ζώνην καί τό Τίμιον Ξύλον... κλαίων καί ὀδυρόμενος», ὅπως ἀναγράφει τό Α´ Ἁγιορειτικό ἔγγραφο (φύλ. 14) .
Βλέποντας μέ ἔκσταση ὁ γέροντας ἐπίσκοπος τό πρόσωπο τοῦ προξένου καθώς τοῦ προσέφερε τήν θεόσδοτη χάρη, προχώρησε μέ βηματισμό ὁσίου καί κλίνας γόνυ ψυχῆς καί σώματος, παρέλαβε τήν θήκη καί τήν κατεφίλησε, ἐνῶ λόγια δοξολογίας ἄφηναν τά χείλη του στόν ἀέρα... Ἐν τῷ μεταξύ μέ τόν ἀρχιδιάκονό του Σεραφείμ εἰδοποίησε τούς δύο Βατοπαιδινούς μοναχούς, πού ἐνίσχυαν τήν ψυχή τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους κάτω στήν πόλη, νά προσέλθουν στό σπίτι τοῦ προξένου. Σέ λίγη ὥρα ἔφτασαν οἱ πατέρες, γεμάτοι ἀπό ἱερή συγκίνηση καί ἀνυπόκριτη χαρά. Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας τούς ἐκάλεσε νά παραλάβουν τά «Ἅγια» καί ἐκεῖνοι «ποιήσαντες μετανοίας», καί ψελλίζοντες ὕμνους εὐχαριστίας πρός τήν Κυρίαν Θεοτόκον, ἀφοῦ τά ἀσπάσθηκαν, τά ἐπανατοποθέτησαν στό ὁλόφωτο τραπέζι.
Ἱερές οἱ στιγμές, γεμάτες ἀπό εὐχαριστήρια προσευχή πού ἐπεσφράγιζε τόν ἀγώνα τεσσάρων μηνῶν. Ἡ Παναγία, πού ἐπί μῆνες τήν παρακαλοῦσαν οἱ πατέρες μέ ὁλονύκτιες δεήσεις, ποτισμένες μέ ροές δακρύων, ἔκανε τό θαῦμα Της στή Σαντορίνη!
Συντετριμμένος ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό θαυμαστό «σημεῖο», ἐτέλεσε Ἁγιασμό βοηθούμενος ἀπό τόν ἱερομόναχο Νεόφυτο Μπελλώνια -ἐφημέριο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Φηρῶν- καί ἁγίασε τό σπίτι τοῦ προξένου, ὅπου ἐπί μῆνες στό πρόσωπο τῆς γυναικός του κυριαρχοῦσε ἡ ἐπήρεια δαιμονικοῦ πνεύματος.
Ἤδη, ἡ ἱερή νύκτα τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1830 ἔφευγε πρός τήν αἰωνιότητα καί ξημέρωνε ἡ Κυριακή 10 Ὀκτωβρίου , μία ἡμέρα πού μέ θαυμαστό τρόπο ἐφανέρωνε τή Χάρη τῆς Θεοτόκου στή Σαντορίνη, ὡς σφραγίδα ὅλων τῶν ἁγιασμάτων της.
3. Τά ἱερά Κειμήλια μεταφέρονται μέ λιτανεία στόν Πύργο
Τό πρωϊνό τῆς 10ης Ὀκτωβρίου 1830 βρῆκε τήν πόλη τῶν Φηρῶν μέ ἑορταστικό πρόσωπο. Οἱ σημαῖες κυμάτιζαν παντοῦ. Ὅλα τά «κονσολάτα» (προξενεῖα), ὕψωσαν τίς σημαῖες τους. Τά πλοῖα στόν Ἀθηνιό καί τόν Ὅρμο τῶν Φηρῶν ἔριχναν βολές πυροβόλου, «τόπια», ἐνῶ οἱ ἐλεύθερες τουφεκιές ἐγέμισαν τόν ἀέρα.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ προετοιμασία στό σπίτι τοῦ προξένου γιά τήν μεταφορά τῶν κειμηλίων εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καί μόλις ἔφθασε ὁ ἐπαρχεύων Νικ. Χρυσοβελώνης σχηματίσθηκε ἡ λιτανευτική πομπή μέ ἐπικεφαλῆς τά λάβαρα, τούς ψάλτες, καί τόν λαμπροφορεμένο ἱερό κλῆρο τῆς νήσου.
Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καταφιλώντας τά «Ἅγια» κάτω ἀπό τά δακρυσμένα μάτια τῶν παρευρισκομένων, τά ὕψωσε στά γεροντικά του χέρια καί ἄρχισε τήν λιτανευτική ἔξοδο ἀπό τό σπίτι τοῦ Σανταντωνίου, ἐνῶ τόν συνώδευαν οἱ δύο ταπεινοί Ἁγιορεῖτες μοναχοί, ὁ ἀρχιδιάκονός του Σεραφείμ, ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μπελλώνιας καί τό πλῆθος τοῦ λαοῦ , πού εἶχε διανυκτερεύσει καί αὐξηθεῖ, σέ μιά ἐνθουσιαστική ἀτμόσφαιρα, καθώς ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἡ χαρμόσυνη κωδωνοκρουσία ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πόλεως καί τῶν γύρω χωριῶν, μαζί μέ τά ἐκκλησιαστικά ἄσματα πού συνόδευαν τήν ἱεροπρεπή πομπή, ἐγέμισαν τόν ἀέρα μέ τό θριαμβευτικό μήνυμα τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης.
Ὅταν ἡ ἱερή πομπή ἔφθασε στόν Μητροπολιτικό ναό τῶν Φηρῶν -πού μόλις πρό τριετίας (1827) εἶχε θεμελιωθεῖ- ἐτελέσθη ἐπίσημη Δοξολογία, κατά τήν ὁποίαν ὁ ἀδελφός τοῦ Ἐπάρχου ἐξεφώνησε ἁρμόδιο λόγο, εὐχαριστώντας τόν Θεό, διότι μέ τήν Χάρη Του εὑρέθηκαν τά ἱερά κειμήλια καί παραδόθηκαν σ᾿ ἐκείνους πού ἀπό τήν ἀρχή ἀνῆκαν.
Μέ τό τέλος τῆς Δοξολογίας ὁ λαός ἄρχισε νά ἀσπάζεται, χωρίς ἐπίπλαστη εὐσέβεια, τά θεοφόρα λείψανα, εὐφραινόμενος ἀπό οὐράνια γαλήνη. Ἀκόμη καί οἱ Καθολικοί, μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά, ἔτρεξαν νά ἐκζητήσουν τήν ἁγιαστική χάρη Τους. Ἀποτελοῦσε δέ αὐτό μιά ἀπόδειξη τῶν θαυμαστῶν ἐπενεργειῶν, πού κατά τό παρελθόν εἶχεν ἀναφέρει σ᾿ αὐτούς ὁ Σανταντώνιος. Μάλιστα, στή διάρκεια τῆς προσκυνήσεως ἡ δύναμη τῆς Τιμίας Ζώνης ἐπεσκίασε τό λαό καί πολλοί ἀσθενεῖς θεραπεύθηκαν, ἐνῶ πολλοί δαιμονισμένοι ἐκραύγαζαν ἄναρθρες κραυγές, καθώς τά δαιμόνια ἔφευγαν ἀπό πάνω τους, σημειώνει τό πρῶτο (Α´) Ἁγιορειτικό ἔγγραφο . Ἔτσι, γιά ἄλλη μιά φορά ἡ Παναγία ἔγινε ὄχι μόνο «τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα», ἀλλά καί «Θεοῦ πρός θνητούς εὐδοκία» .
Ὅταν ἐτελείωσε ἡ προσκύνηση, σχηματίσθηκε καί πάλι σεμνή λιτανευτική πομπή, κατά τήν ὁποία οἱ δύο Βατοπαιδινοί μοναχοί κρατοῦντες τά «Ἅγια» καί συνοδευόμενοι ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία, τό ἱερατεῖο καί τό πλῆθος τοῦ λαοῦ τῶν κάτω χωρίων, ἔφθασαν, διά μέσου τοῦ δρόμου τῆς προηγουμένης ἡμέρας, στό Καστέλι τοῦ Πύργου. Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἀφοῦ ἐναπέθεσαν στό κατάλυμά τους τά σεπτά λείψανα, ἀμέσως νέα πλήθη λαοῦ ἀπό τά γύρω τοῦ Δήμου Καλλίστης χωρία ἦλθαν νά τά προσκυνήσουν μέ τήν πτωχεία τῆς ταπεινοφροσύνης καί τήν φλόγα τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Ὅπως δέ σημειώνει τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο, «τοιαύτη συγκίνησις τῶν κατοίκων τῆς Θήρας καί σέβας πρός τά Θεῖα οὐδέποτε, ἄλλοτε, ἐφάνησαν ἐπί τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ λαός, ὡς σμῆνος μελισσῶν συνήρχετο εἰς τό κατάλυμμα τῶν πατέρων εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων».
Παρά τό γεγονός, ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες δέν ἐπιθυμοῦσαν νά μεταφερθοῦν καί σέ ἄλλα χωρία τῆς νήσου τά «Ἅγια» γιά εὐλογία καί ἁγιασμό, ἐν τούτοις, στήν ἐπιμονή καί ἀπαίτηση τῶν χωρικῶν, ὑπεχώρησαν. Σημειώνεται ὅτι τήν μεταφορά στούς ἐνοριακούς ναούς τῶν χωρίων οἱ κάτοικοι τήν συνώδευον μέ πυροβολισμούς, κωδωνοκρουσίες καί Ἀγρυπνία κατά τήν ἡμέρα τῆς παραμονῆς τῶν κειμηλίων.
Τυγχάνει δέ χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀντωνίου Σιγάλα, μέ τήν ὁποία κλείνει καί τό ἔγραφό του, γιά τήν ἐντύπωση πού προκαλοῦσαν στό λαό τά σεπτά λείψανα· «καί τά τρία ἱερά κειμήλια εὐωδίαζον ἄρρητον εὐωδίαν, πολλάκις ἠσθάνοντο τήν εὐωδίαν ἄνθρωποι διαβαίνοντες ἀπό τήν οἰκίαν ὅπου ἦσαν ταῦτα τεθειμένα ἢ ὁσάκις ἤθελον μεταφέρει αὐτά εἴς τινα χωρία, εὐωδίαζον αἱ ὁδοί τοῦ χωρίου ἐκείνου. Τοῦτο εἶναι ἀληθέστατον καί ὁμολογούμενον παρά πάντων».
4. Τά ἱερά Κειμήλια μετά ἀπό ἀνίερη συμπεριφορά τοῦ Διοικητοῦ Θήρας ἐπανέρχονται στή Μονή Βατοπαιδίου
Εἶχαν συμπληρωθεῖ ὀκτώ μῆνες (Ἰούνιος 1830 - Ἰανουάριος 1831) παραμονῆς στή Σαντορίνη τῶν δύο Ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπό τότε πού ἦλθαν νά παραλάβουν τά «Ἅγια». Ἐνῶ δέ ἡ ψυχή τους εἶχε πλημμυρίσει ἀπό χαρά, διότι ἡ Κυρία Θεοτόκος τούς ἀξίωσε νά ἐπανεύρουν τήν Τιμία Ζώνη Της καί νά ἁγιάσουν δι᾿ αὐτῆς τόν λαό τῆς νήσου, ξαφνικά, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1831, Διοικητής Σαντορίνης καί Ἀνάφης ἀνέλαβεν ὁ Ἰ. Λάτρης, πού, καθώς ἀναφέρει τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο, ἦτο «πολέμιος τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, κατατηκόμενος ὑπό φθόνου διά τήν ἀφοσίωσιν τῶν χριστιανῶν περί τά Θεῖα».
Προκειμένου, λοιπόν, ὁ νέος Διοικητής νά διαταράξη τήν ψυχική γαλήνη τοῦ λαοῦ τῆς νήσου, ὁ ὁποῖος τήν ἐκέρδισε ὕστερα ἀπό πολύμηνο ἀγώνα διενέξεώς του μέ τόν Ἄγγλο πρόξενο, ἐξέδωκε διαταγή, κατά τήν ὁποίαν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ὤφειλαν νά ἀναχωρήσουν ἀμέσως ἀπό τή Σαντορίνη. Ἔφερε δέ ὡς δικαιολογητικό τό γεγονός, ὅτι μέ τήν ἐπί πλέον παραμονή τους, συνεχίζουν νά ἐξεγείρουν τόν λαό σέ συναισθηματικές θρησκευτικές καταστάσεις, στίς ὁποῖες ἐκεῖνος δέν ἐπιθυμοῦσε νά λαμβάνει μέρος. Μέ θάρρος, ὅμως, ὁ λαός ἀντιστάθηκε στή διαταγή καί τοῦ ἀπήντησε· «Οἱ πατέρες θά ἀναχωρήσουν ἀφοῦ πρῶτα ἁγιασθῆ ὅλος ὁ λαός τῆς νήσου».
Ὁ Διοικητής ὑπεχώρησε μπροστά στή σθεναρή ἐκείνη ἀπόφαση. Δέν ἔπαυσε, ὅμως, νά ζητῆ ἀφορμή νά ἐκτελέση τό πονηρό του σχέδιο, παρά τό γεγονός, ὅτι τόσο ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, ὅσο καί οἱ Δημογέροντες τῆς Σαντορίνης τόν παρακάλεσαν νά μήν ἐπιμένη, δεδομένου, ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος νά προκληθῆ ἀναταραχή στό χῶρο τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐπαρχίας Θήρας. Παρά ταῦτα ἐκεῖνος ἦταν ἀμετάθετος στήν ἀπόφασή του. Ὑπό τήν ἔπαρση καί τήν ἀπειλή τῆς διοικητικῆς ἐξουσίας ζητοῦσε νά κάμψη τό θρησκευτικό φρόνημα τοῦ Θηραϊκοῦ λαοῦ.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἀπέναντι σ᾿ ἐκείνη τήν μικροψυχία του ἄρχισαν νά ἑτοιμάζουν τήν ἀναχώρησή τους. Ξαφνικά, τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τούς εἰδοποίησε νά παρουσιασθοῦν στό Διοικητήριο, γιά νά ἁγιασθῆ καί ἐκεῖνος ἀπό τά φανερωθέντα «ἔργα» τους. Οἱ πατέρες, ὅμως, γνωρίζοντες τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου ἀπό τήν πολυχρόνιο μαθητεία τους στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς, ἐθεώρησαν, ὅτι ἡ ἐνέργεια ἐκείνη ἔκρυβε ψεῦδος καί ἔπρεπε, πρός τοῦτο, νά προσέξουν.
Ἔφθασαν, λοιπόν, στά Φηρά καί ἀφοῦ ἄφησαν σέ φιλικό τους σπίτι τά «Ἅγια», παρουσιάσθηκαν στό Διοικητήριο καί ἠρώτησαν, ἄν ὄντως ὁ Διοικητής «εὐηρεστεῖτο νά εἰσέλθουν εἰς τό Διοικητήριον πρός ἁγιασμόν». Μέ κατάπληξη πληροφορήθηκαν, ὅτι ὁ Διοικητής ἀπουσίαζε, ὁπότε ἀποφάσισαν ἀγογγύστως νά τόν περιμένουν. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ νύκτα ἐπλησίαζε, ἠρώτησαν τόν γραμματέα, ἄν ὄντως θά ἐπιστρέψη. Ἐκεῖνος μέ ἀποδοκιμασία ἀπάντησε· «Ὁ Διοικητής θά καθυστερήση...».
Τότε οἱ πατέρες ἐπέστρεψαν στό φιλικό τους σπίτι καί παρά τήν κόπωση ὅλης τῆς ἡμέρας, ἔκριναν καλό νά τόν περιμένουν καί πάλι. Μετά τήν δύση τοῦ ἡλίου ὁ Διοικητής ἐπέστρεψε. Χωρίς χρονοτριβή ἀπέστειλε τόν πολιτάρχη καί ἐκάλεσε τούς μοναχούς νά προσέλθουν ἀμέσως στό Διοικητήριο.
Ὅταν ἔφθασαν οἱ πατέρες ἐνώπιόν του, ἐζήτησε, μέ πολύτροπη ἐπιμονή, νά τοῦ ἀφήσουν τά «Ἅγια» καί νά φύγουν. Ἐκεῖνοι τότε μέ παρρησία τοῦ ἀπάντησαν· «Τά Ἅγια αὐτά, οὔτε τά ἔχομε κλέψει, οὔτε διά τῆς βίας τά κατέχομε. Ὑπάρχουν γράμματα πού ἀναφέρουν, ὅτι ἀνήκουν ἀσφαλῶς στή Μονή Βατοπαιδίου, τῆς ὁποίας εἴμεθα ἀπεσταλμένοι νά τά παραλάβωμε καί νά τά ἐπαναφέρωμε σ᾿ αὐτή».
Παρά ταῦτα, ὁ Διοικητής ἐπέμεινε στήν ἀπόφασή του καί διέταξε τόν πολιτάρχη, τόν ἀστυνόμο καί τόν γραμματέα, ὅταν οἱ μοναχοί φέρουν τά «Ἅγια» νά τά κλείσουν σέ κιβώτιο καί ἀφοῦ τό σφραγίσουν νά τό φυλάξουν στό Πολιταρχεῖο. Μόλις ὁ ἐπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας πληροφορήθηκε τήν αὐθαίρετη ἐνέργεια τοῦ νέου Διοικητοῦ, ἀπέστειλε νύκτα τόν ἀρχιδιάκονό του Σεραφείμ στό Διοικητήριο, διαμηνύοντας ὅτι τά ἀντικείμενα αὐτά, ὡς θεῖα καί ἱερά, ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί τόν ἀρχιερέα της καί ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά διαφυλαχθοῦν στόν Μητροπολιτικό ναό καί ὄχι στό Πολιταρχεῖο. Παρά τήν διαμαρτυρία τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Διοικητής τήν ἑπομένη ἀντέδρασε, ἀποστέλλοντας πρός αὐτόν ἐπίσημο Γράμμα μέ τό ὁποῖο ζητοῦσε οἱ Ἁγιορεῖτες νά ἀναχωρήσουν ἀνυπερθέτως, ἀφοῦ πρῶτα τούς ἐπιπλήξη, γιά ὅσα ἀνάρμοστα λόγια ἐκφώνησαν κατά τῆς Διοικήσεως! Ὁ ἐπίσκοπος Ζαχαρίας, βλέποντας, ὅτι ὁ Διοικητής ἐπιμένει στή παράτολμη ἀπόφασή του, ὅτι δηλαδή «φάσκει καί ἀντιφάσκει», κατά τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο καί θέλοντας νά προλάβη τήν δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνο ἐνάντια στό πρόσωπο τοῦ Διοικητοῦ, ἀλλά καί τῆς Βασιλικῆς Κυβερνήσεως, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε ἀρκετούς ἀπό τούς προκρίτους τῶν χωριῶν, μετέβη στό Διοικητήριο καί ἐζήτησε νά συναντήσει τόν ἴδιο. Ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὅμως, παρουσιάσθηκε ὁ ἀστυνόμος πού μέ εὐτέλεια ἠρώτησε τόν σεβασμιώτατο γέροντα· «Τί ζητεῖς Δέσποτα; ἔρχομαι ἐκ μέρους τοῦ Διοικητοῦ νά σοῦ πῶ, ὅτι ἄν θέλης νά τόν δῆς διά τήν ὑπόθεση τῶν Ἁγιορειτῶν, πήγαινε πίσω, διότι αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Δέν ἔχει καθόλου εὐκαιρία. Ἄν, ὅμως, ἔχης ἀνάγκη κάτι ἄλλο νά τό ἀναφέρης γραπτῶς ἀπό τό σπίτι σου!».
Στά ἐρεθιστικά ἐκεῖνα λόγια ὁ ἐπίσκοπος δέν ἀπήντησε. Ἐπέστρεψε στόν Πύργο γεμάτος περίσκεψη καί ἐνημέρωσε τούς Δημογέροντες καί τούς προκρίτους τῶν χωριῶν περί ὅσων συνέβησαν. Τότε ἡ ἀγανάκτηση καί ἡ ὀργή ὅλων κορυφώθηκε. Ἀπεφάσισαν, λοιπόν, νά παρέμβουν δυναμικά μαζί μέ τό λαό μέ πρώτη ἐνέργεια νά πυρπολήσουν τό Διοικητήριο, εὐθύς, ὡς δοθῆ νέα ἀφορμή. Οἱ συμβουλές, ὅμως, τῶν προκρίτων καί τῶν ἄλλων μεγαλυτέρων, μαζί μέ τήν ἐπιείκεια τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία συγκράτησαν, πρός καιρόν, τήν ἀπόφασή τους.
Τότε οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες, κρίνοντες ὅτι ἡ νέα κατάσταση, καθώς ἐξελίσσεται, μπορεῖ νά ἔχει δυσάρεστες ἐπιπτώσεις στή Θηραϊκή κοινωνία, μετέβησαν στό Διοικητήριο καί ἐζήτησαν τήν ἄδεια νά ἀποχωρήσουν. Ὁ Διοικητής ἀπαξίωσε καί πάλι νά τούς συναντήση. Τούς ἀνήγγειλε μέ τόν ἀστυνόμο, ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, χωρίς διαβατήριο νά φύγουν ἀπό τή Σαντορίνη καί ὅτι τό πλοῖο πού θά τούς μεταφέρη στή Σύρο θά τό φροντίση ἡ Διοίκηση.
Πράγματι, μετά ἀπό δέκα περίπου μῆνες παραμονῆς (Ἰούνιος 1830) οἱ πατέρες ἀνεχώρησαν ἀρχές Μαρτίου 1831, ὕστερα ἀπό προφορική ἄδεια τοῦ Θηραίου Ρώσου προξένου Βασιλείου Σ. Μαρκεζίνη, γιά Σύρο, Σκόπελο, Ἅγιον Ὄρος, ἐπαναφέροντες, «ἐν ἀγαλλιάσει», ὕστερα ἀπό δέκα χρόνια φυγῆς καί ὀδυνηρῆς ἐμπειρίας, τά ἱερά κειμήλια στή Μονή Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Εἰσερχόμενοι στή Μονή «ἐνεπλήσθημεν ἅπαντες (οἱ μοναχοί) πνευματικῆς χαρᾶς, ὑπαντήσαντες τούς ἁγίους θησαυρούς τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου... τούς ὁποίους διέσωσεν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων εἰς δόξαν τῆς Πανάγνου αὐτοῦ Μητρός», ἀναφέρει τό Α´ Ἁγιορειτικό Βατοπαιδινό ἔγγραφο. Μετά ἀπό ὁλονύκτιο Ἀγρυπνία, ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ἔκρινε εὔλογο ἡ ἑορτή τῆς Εὑρέσεως καί φανερώσεως τῆς Τιμίας Ζώνης νά «ἐπιτελῆται» κατά τήν 10ην Ὀκτωβρίου, πρός τιμή καί μνήμη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὄντως ἡ ἑορτή αὐτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέ ἰδιαίτερη ἀσματική Ἀκολουθία, τό χειρόγραφο τῆς ὁποίας ἀνήκει στή δεκαετία τοῦ 1840, εὑρίσκεται στή Δημοτική Βιβλιοθήκη Σάμου καί φέρει τόν τίτλο·
«Μηνί Ὀκτωβρίου δεκάτη· Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῆς εὑρέσεως τῆς Παναγίας Ζώνης τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, γενομένης ἐν τῇ νήσῳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (= Σαντορίνης) καί τῆς ἐπανόδου αὐτῆς ἐν τῇ σεβασμίᾳ καί αὐτοκρατορικῇ ἡμῶν Μονῇ τοῦ Βατοπαιδίου ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψλω´» .
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά προσθέσωμε, ὅτι ὅπως ἀναφέρει καί πάλι τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο, πρίν ὁ πρόξενος Σαναντώνιος παραδώση τήν Τιμία Ζώνη, ἡ γυναίκα του Στεφανία εἶχεν ἀποκόψει, μέ κρυφό τρόπο, τεμάχιο πού τό ἐφύλαττε ἐπί πολλά χρόνια μετά ἀπό τόν θάνατό του. Ὅταν, ὅμως, ἡ μητέρα καί ἀδελφή της ἀσθένησαν βαριά περί τό 1839, τότε ἀπέστειλε ἐπιστολή πρός τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, μέ τήν ὁποία τόν παρακαλοῦσε νά στείλη ἀντιπροσώπους νά τό παραλάβουν. Ὄντως, ἀδελφός τῆς Μονῆς ἔφθασε στή Σαντορίνη καί παρέλαβε, ἐκτός ἀπό τό ἱερό τεμάχιο τῆς Ἁγίας Ζώνης καί μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ρωσικῆς προελεύσεως, ἀνήκουσα στήν ἴδια Μονή .
5. Ἡ «ἐλεημοσύνη» τῶν Θηραίων
Α. Μιά ἀψευδής μαρτυρία στή Μονή Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα πού περιέχονται στίς γραπτές μαρτυρίες, περί τῶν ὁποίων ἔγινε λόγος, κατά τό χρονικό διάστημα τῆς παραμονῆς τῶν δύο Βατοπαιδινῶν μοναχῶν στή Σαντορίνη, συγκεντρώθηκε ἀπό τούς κατοίκους ἱκανή οἰκονομική βοήθεια, ὄχι μόνο γιά νά ἐπανακτήσουν τά «Ἅγια», ἀλλά καί γιά νά βοηθήσουν στίς ἄλλες ἀνάγκες τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου.
Τά διάφορα οἰκονομικά στοιχεῖα πού περιέχονται στά προαναφερόμενα τρία ἔγγραφα ἔχουν ὡς ἑξῆς·
Τό Α´ ἔγγραφο ἀναφέρει· «ἐκάθησαν οἱ ἀδελφοί ἡμῶν ἓως τό Πάσχα, τούς ἐπροσκάλεσαν εἰς ὅλα τά χωρία καί ἔκαμαν ἁγιασμούς εἰς τά ὀσπίτια τῶν χριστιανῶν καί τούς ὑπεδέχοντο μετά μεγάλης εὐλαβείας καί τούς ἐφιλοδωροῦσαν πλουσιοπαρόχως καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνην τῶν χριστιανῶν ὁπού ἐσύναξαν, ἔδωκαν δεκαπέντε χιλιάδες γρόσια εἰς τόν Δομήνικον· ἔφερον καί εἰς τό Ἱερόν Μοναστήριον πολλά ἱερά σκεύη καί ἱερά ἄμφια καί παράδες ἀρκετούς εἰς μνημόσυνον τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν».
Τό Β´ ἔγραφον καταχωρίζει ἀναλυτικότερα στοιχεῖα. Κατ᾿ αὐτό, τό σύνολο τῶν χρημάτων πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τούς Θηραίους ἦταν 35.000 γρόσια πού δαπανήθηκαν σέ διαφόρους σκοπούς, ὅπως ρητῶς ἀναγράφονται στό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «καί περιελθών ὁ προηγούμενος Κύριος Διονύσιος πᾶσαν τήν νῆσον τῆς Σαντορίνης ἐσύναξεν ἱκανήν βοήθειαν ἀπό τούς Χριστιανούς... ἀπό τά ὁποῖα ἄλλα μετρητά ἔδωκεν εἰς τόν Δομήνικον Σανταντώνιον διά τήν ἐπαναφορά τῆς Ἁγίας Ζώνης καί τοῦ Τιμίου Ξύλου, τά δέ λοιπά ἔφερε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Βατοπαιδίου, ὡς φαίνονται ὀνομαστί·
Τό Γ´ ἔγγραφο («Θηραϊκό») μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἐπί πλέον τῶν χρημάτων οἱ συνεισφορές τῶν Χριστιανῶν περιελάμβανον «κοσμήματα, χρυσοΰφαντα ἐνδύματα καί κηρία».
Ἄξια ἰδιαιτέρας προσοχῆς τυγχάνει καί ἡ ἀκόλουθη πληροφορία πού ἀναφέρει τό ἴδιο ἔγγραφο·
Ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραφείμ Καΐρης καί ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ ἀστυνόμου τοῦ Δήμου Καλλίστης, ἐπραγματοποίησαν ἔρευνα στό σπίτι τοῦ Σανταντωνίου στά Φηρά -μετά τό θάνατό του- καί βρῆκαν μίαν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ρωσικῆς προελεύσεως, πού ἀνῆκε στή Μονή Βατοπαιδίου καί μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης, τό ὁποῖο, μέ μυστικό τρόπο, εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ γυναίκα του Στεφανία, «πληρώσαντες δι᾿ αὐτά γρόσια πέντε χιλιάδες καταβληθέντα ὑπό τῶν Θηραίων».
Β´ Τά ἀφιερώματα τῶν Θηραίων. 1. Ἐμπρός ἀπό τήν ἐφέστιο εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βηματαρίσσης πού εὑρίσκεται στό καθολικό τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, ὁ προσκυνητής θά παρατηρήση μία πεντάφωτο κανδήλα γενομένη ἀπό καθαρό χρυσό. Ἡ κανδήλα αὐτή φέρει τό ὄνομα «ΘΗΡΑ», διότι κατά τό Θηραϊκό ἔγγραφο κατασκευάσθηκε ἀπό χρήματα τῶν Θηραίων καί ἀποτελεῖ τήν ἀψευδῆ μαρτυρία εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στή Σαντορίνη, ἐνώπιον τῆς σοροῦ τῆς ὁποίας καίει μέχρι σήμερα. Φέρει δέ τήν ἐπιγραφή·
«1835 Δ.Χ.Ι.Ω. - ΛΚ». Ἀπό αὐτήν κρέμεται ἕνα φλουρί, στή α´ πλευρά τοῦ ὁποίου ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἑξῆς ἀφιερωτική ἐπιγραφή·
«Μνήσθητι Δέσποινα Βηματάρισσα Διονυσίου Προηγουμένου Βατοπαιδινοῦ καί Στεφάνου μοναχοῦ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.
Παράσχου δέ αὐτοῖς καί πᾶσι τοῖς ἐν Σαντορίνῃ ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς πάντα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τήν ἀπόλαυσιν».
Ἐπί τῆς β´ πλευρᾶς, ἡ ἱστορική ἔνδειξη·
«Ἐγένετο ἡ κανδήλα αὕτη ἀπό χρυσίον τῶν τῆς Σαντορίνης ὀρθοδόξων γυναικῶν, συναχθέντος ἐν τῇ ἀναζητήσει καί εὑρέσει τῆς Ἁγίας Ζώνης ἐπί τῆς κυβερνήσεως τοῦ ἀειμνήστου Ἰωάννου Α. Καποδίστρια ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1831».
2. Στίς δύο κόγχες - ἁψίδες τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς καί πάνω ἀπό τά ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, πού λέγονται «χοροί», τόσο στή Μοναστηριακή ἀρχιτεκτονική τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσο καί στή Λειτουργική, ὑπάρχουν δύο πολυέλαιοι ἀφιερωμένοι ἀπό δύο Θηραϊκές οἰκογένειες, πού κατασκευάσθηκαν στή Μόσχα τό 1832 καί διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἡ τοῦ καθενός ἀφιερωτική ἐπιγραφή εἶναι σέ μεγαλογράμματη βυζαντινή καί ρωσική γραφή. Τῆς τελευταίας ἔγινε ἡ σχετική μετάφραση διά τήν πληρότητα τοῦ κειμένου .
Ὁ μέν δεξιός πολυέλαιος φέρει κυκλοτερῶς τήν ἀκόλουθη ταινιοειδῆ ἐπιγραφή·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥ ΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΛΗΣ ΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΣΟΥ ΑΞΙΩΣΟΝ ΚΥΡΙΕ! ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΟΣΧΑ ΜΑΪΣΤΩΡ ΜΟΣΧΟΒΙΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑ ΖΜΙΝ - ΥΙΟΣ ΖΤΣΩΒ».
Ὁ δέ ἀριστερός, τήν ἑξῆς, ὁμοιότροπη μέ τήν προηγουμένη·
«ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΑΠΟ ΣΑΝΤΟΡΗΝΗΣ ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΕΝ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ. ΕΤΟΣ 1832 ΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΪΟΥ ΜΑΪΣΤΩΡ ΧΑΛΑΛΑΜΠΟΣ ΖΤΣΩΒ».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ´ ΜΕΡΟΥΣ
1. Σύντομη ἀναφορά στό γεγονός τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης στή Σαντορίνη βλέπε· α) Γ. Σμυρνάκη, Τό Ἅγιον Ὄρος. β) Γ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί εἰς τήν Ἱστο ρίαν τῆς παρ᾿ ἡμῖν Ἐκκλ. Μουσικῆς, ἐν Ἀθήναις 1890, σελ. 437. Γ. Παπαδοπούλου, Ἱστορική Ἐπισκόπησις τῆς Ἐκκλησ. Βυζαντινῆς Μουσικῆς, Ἀθῆναι 1909, σελ. 225. γ) Δαν. Δεναξᾶ, Ἐκκλησιαστικός Ὁδηγός κ.λπ., ἐν Ἀθήναις 1927, σελ. 90-94. δ) Ἰ. Παναγιώτου, Ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, Ἀθῆναι 1971, σελ. 82. ε) Προσκυνητάριο Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 54.
2. Φωτοστατικό ἀντίγραφο αὐτοῦ κατέχει καί ὁ γράφων.
3. Τό ἐν λόγῳ κείμενον ἡ Μονή ἀπέστειλε διά τοῦ ἀριθ. 256/24.9.1953 ἐγγράφου της, ὑπογραφομένου ὑπό τριῶν ἐπιτρόπων «Γερόντων».
4. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Θηραῖος μουσικός τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας. Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμ. ΙΕ´ (1996), σελ. 211.
5. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκά Ἀρχεῖα, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Με λετῶν, τόμ. ΙΒ´ (1995), σελ. 236.
6. Ἡ περιγραφή τῶν διαστάσεων τοῦ Τιμίου Ξύλου ὑπό τοῦ Σιγάλα, ταυτίζεται μέ τήν ἀναφερομένη ὑπό τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μαντζαρίδη (πρβλ. ἀνωτ. σελ 27, ὑποσημ. 2 ἀριθ. 3), καθώς καί ὑπό τοῦ Σκαρλ. Βυζαντίου (πρβλ. ἀνωτ. σελ. 12 ὑποσημ. 5).
7. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ἐκρήξεις καί σεισμοί τοῦ ἡφαιστείου Θήρας ἀπό ἀρχαιο τάτων χρόνων μέχρι σήμερον (1975), Ἐφημ. «Κυκλαδικόν Φῶς», Φεβρουάριος - Μάϊος 1975, σελ. 7.
8. Πρόκειται γιά τό μεγαλύτερο τεχνικό ἔργο τῆς Βενετοκρατίας στήν Κρήτη, περί τοῦ ὁποίου ἀναλυτικώτερα βλέπε· «Τό Μεγάλο Κάστρο» (Ἡράκλειο), ἀφιέρωμα «Ἑπταήμερο» Ἐφημ. «Καθημερινῆς» 22.9.1996 σελ. 12, ὅπου καί σχετική βιβλιο γραφία.
9. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως 1821, Ἀθῆναι 1971, σελ. 122.
10. Ζαχαρία Πρακτικίδη, Συνοπτική ἱστορία τοῦ κατά τήν νῆσον Κρήτης... συμβάν τος πολέμου κατά τό 1821, Περιοδ. Χρυσαλλίς, τόμ. Δ´ (1866) σελ. 158.
11. Γ. Μαρτζέλου, Οἱ ἅγιοι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 112.
12. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ ταρσανᾶς τοῦ Ἀθηνιοῦ, ἐφημ. «Θηραϊκά Νέα», Ὀκτώβριος 1994, σελ. 1.
13. Βασ. Σφυρόερα, Κρητικά ἐπώνυμα στίς Κυκλάδες. Ἀνάτυπο ἀπό τά πρακτικά Β´ Κρητολογικοῦ Συνεδρίου (1969), σελ. 465.
Οἱ σχέσεις Κρήτης καί Θήρας χρονολογοῦνται ἀπό τήν π.Χ. ἐποχή, καθώς ἔχει ἀποδείξει ἡ πληθώρα τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφικῶν εὑρημάτων καί λοιπῶν μαρτυ ριῶν. Πρβλ. καί Χρήστ. Ντούμα, Προϊστορικοί Κυκλαδίτες στήν Κρήτη - Ἀρχαιολογι κά Ἀνάλεκτα 12 (1979), σελ. 104-109. Ἐπίσης κατά τόν 16ο καί 17ο αἰῶνα εὑρίσκομε στή Σαντορίνη, σέ πολλούς ναούς, ἔργα Κρητῶν ἁγιογράφων, ὅπως τοῦ «ἱερέως» Ἐμμ. Σκορδίλλη, τοῦ Βίκτωρος τοῦ Κρητός, ἐνῶ στόν Ἀπογραφικό Κατάλογο τοῦ 1844 τοῦ Μεγαλοχωρίου εὑρίσκομε κρητικά ἐπώνυμα, π.χ. Βαλσαμάκης, Παρισάκης, Φωτάκης κ.ἄ. Στό δέ Ἀρχεῖο τοῦ τ. Ἐπαρχείου Θήρας ὑπάρχουν αἰτήσεις Κρητῶν πού ζητοῦν μετεγγραφή στό Δῆμο Καλλίστης. Πρβλ. Κιμωλιακά, τόμ. Γ´ (1977), σελ. 342. Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη, Ἀθῆναι 1971, σελ. 170.
14. Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητική καί πληθυσμιακή ἐξέλιξη τῆς Ἑλλά δος (1821-1971), τόμ. Α´ (Μέρος Α´), Ἀθῆναι 1977, σελ. 27, 32.
15. Βασ. Σφυρόερα, Ἰωσήφ Δεκιγάλας, Ἀθῆναι 1960, σελ. 5. Ματθαίου Ε. Μηνδρινοῦ, Οἱ ἰατροί τῆς Θήρας, ἐφημ. «Κυκλαδικόν Φῶς», φύλ. 383-384/1986 σελ. 3. Πρ βλ. καί ἔγγραφο Δήμου Καλλίστης ἀριθ. 532/10 Νοεμβρίου 1836. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ υἱός του Ἰωάννης Σανταντώνιος ἐλειτούργησε τό πρῶτο φαρμακεῖο στά Φηρά. Πρβλ. ἔγγραφο Ἐπαρχείου Θήρας (23 Φεβρουαρίου 1843), ὅπου ὑπογράφει γιά ποσόν 600 δρχ. ὡς ἀντιμισθία του, ἔνεκα χορηγήσεως «φαρμάκων πρός τούς ἐνδεεῖς» (Φάκελ. Λεπροκομείου).
16. Ἰ. Δελένδα, Οἱ Καθολικοί τῆς Σαντορίνης, Ἀθῆναι 1949, σελ. 221.
17. Τά Γράμματα αὐτά δέν ἔχουν ἀνευρεθεῖ ἀκόμη.
18. Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκά Ἀνάλεκτα, ἔκδοση Ἱδρύματος Μπελλώ νια, Ἀθήνα 1995, σελ. 52.
19. Ἀποστ. Βακαλοπούλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 118. Ἀπό τό 1822 εἶχαν ἀποσταλεῖ στό Ἅγιον Ὄρος 3.000 Τοῦρκοι στρατιῶτες τρεφόμενοι ἀπό τά Μοναστήρια, οἱ ὁποῖοι προέβησαν σέ ἀνήκουστες βαρβαρότητες παντός εἴδους· ἐφόνευσαν μοναχούς, ἐσύλη σαν ὅσους βρῆκαν θησαυρούς καί ἐχρησιμοποίησαν γιά φυσίγγια καί φωτιά πολύτιμα χειρόγραφα. Πρβλ. καί Π. Χρήστου, Ὁδοιπορικό στό Ἅγιον Ὄρος, σελ. 200.
20. Δαν. Δεναξᾶ, Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Θήρας, Πειραιεύς 1933, σελ. 15. Τά Φηρά ἔγιναν ἕδρα τοῦ Καθολικοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τό 1804, ἐνῶ τοῦ Ὀρθοδόξου ἀπό τό 1860. Περί τοῦ ἐπισκόπου Ζαχαρία (Κυριακοῦ) ἐξ Ἄνδρου, βλέπ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολίτης Θήρας Ζαχαρίας Κυριακός, ἐφημ. «Κυκλαδικόν Φῶς», Ἰούνιος 1972, σελ. 10 καί L. Ross, Reisen des Kunigs, τόμ. Α´, σελ. 59.
21. Νικ. Κοκολάκη, Ἡ ἐν Θήρᾳ Ἱερά Μονή τῶν Δομηνικανίδων, ἐν Μιχ. Δανέζη, Σαντορίνη 1971, σελ. 167-168.
22. Διευκρινίζεται ἐδῶ, ὅτι κατά τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο ὁ Σανταντώνιος παρεκά λεσε τόν ἐπίσκοπο Ζαχαρία νά παραλάβη ὁ ἴδιος τά «Ἅγια» ἀπό τό τραπέζι, ἐνῶ κατά τό Α´ ἁγιορειτικό ἔγγραφο, τήν ὥρα τῆς παραλαβῆς μετρήθηκαν στόν πρόξενο 15.000 γρόσια, ἐπειδή ὑπεστήριζε, ὅτι καί ἐκεῖνος τά ἀγόρασε ἀπό τόν πασά τῆς Κρήτης, μέ 2.000 βενετικά φλουριά.
23. Τό «Θηραϊκό» ἔγγραφο ἀναγράφει ὡς ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τήν 26η Ὀκτωβρίου 1830 -ἑορτή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου- πού καθώς προκύπτει ἀπό τήν μαθηματική ἀνάλυση ἦταν ἡμέρα Τρίτη. Ἀπεναντίας, τό Α´ ἁγιορειτικό ἔγγραφο τήν 10η Ὀκτω βρίου, πού ἦταν ἡμέρα Κυριακή. Πρβλ. Ὁδηγίες, «Διαρκές ἡμερολόγιο ἀπό τό 1801 ἕως τό 2000» στό Ἡμερολόγιο, Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. με´.
24. Ἡ Σαντορίνη εἶχε τότε 4 προξενεῖα (Γαλλικό, Ἀγγλικό, Ρωσικό καί Ὁλλανδικό). Πρβλ. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Θηραϊκά Ἀνάλεκτα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 43.
25. Κατά τήν ἀπογραφή τοῦ 1832 ὁ πληθυσμός τῆς Σαντορίνης ἀνήρχετο σέ 15.428 κατοίκους ἢ 3.375 οἰκογένειες, ἐνῶ ἡ Ἄνδρος εἶχε μόλις 10.000. Πρβλ. Μιχ. Χουλιαρά κη, ἔνθ᾿ ἀνωτ.,
26. Τό ναόν ἔκτισεν ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος Μάρκου Μπελλώνιας, ἐνῶ τά πρῶτα δωμάτια τοῦ Μητροπολιτικοῦ μεγάρου (Κονάκι) ὁ ἐπίσκοπος Μαθᾶς (1860), ἐξ Ἄν δρου. Πρβλ. Δαν. Δεναξᾶ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23-26, 57. Ματθ. Ε. Μηνδρινοῦ, Ὁ Μητροπολιτικός Ναός τῆς Σαντορίνης, ἐφημ. «Κυκλαδικόν Φῶς», Αὔγουστος 1985, Ἰανουά ριος 1986, σελ. 17.
27. Πρέπει νά σημειώσωμε ἐδῶ ὅτι καί στήν περίπτωση τῆς Σαντορίνης παρατηροῦμε τήν συνέχεια τῆς θαυματουργικῆς παρουσίας τῆς Θείας Χάριτος, ὅπως συνέβαινε ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων· «διά δέ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά... ὥστε... ἐκφέρειν τούς ἀσθενεῖς ἐπί κλινῶν καί κραβάττων... καί ὀχλουμένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες» (Πράξ. Ε, 12-16).
28. Βλέπε Α´ Στάση Ἀκαθίστου Ὕμνου.
29. Ἡ ἐν λόγῳ Ἀσματική Ἀκολουθία ὑπάρχει στό ἀριθ. 1 χφ. τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Σάμου. Πρβλ. Δελτίο Ἱστορικοῦ Παλαιογραφικοῦ Ἀρχείου (1980), τεῦχ. Α´, σελ. 149. Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης.
30. Πρβλ. Προσκυνητάριο Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σελ. 55.
31. Ἡ ἐν λόγῳ εἰκόνα εἶναι μία ἀπό τίς 7 θαυματουργές εἰκόνες τῆς Μονῆς, ὀφείλουσα τήν ἐπωνυμία της στό γεγονός, ὅτι, καθώς ἀναφέρει ἡ Παράδοση, ὅταν οἱ Ἄραβες ἐπέδραμαν κατά τῆς Μονῆς τόν 10ον αἰώνα, ἕνας μοναχός τήν ἔκρυψε μαζί μέ τόν Σταυρό τοῦ Μ. Κων/νου στό πηγάδι τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καί παρέμεινε ἐπί 70 χρόνια... Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδη, Θαυματουργές εἰκόνες καί Ἅγια Λείψανα, Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 118.
32. Ἡ μετάφραση ἀπό τά ρωσικά ἔγινε ἀπό τόν πρεσβύτερο π. Γεώργιο Σκουτέλη, ἐφημέριο τοῦ ναοῦ Ἁγίας Τριάδος Ρωσικῆς παροικίας Ἀθηνῶν (ὁδοῦ Φιλελλήνων), τόν ὁποῖο εὐχαριστῶ καί ἀπό τῆς θέσεως αὐτῆς.
Δ´ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΘΗΡΑΪΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ
«ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΖΩΝΗΣ
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΕΝ ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙῼ 26 ΤΟΥ 1830 ΕΝ ΘΗΡᾼ»
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΕΝ ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙῼ 26 ΤΟΥ 1830 ΕΝ ΘΗΡᾼ»
Τὰ τῆς Κρήτης ἀλλεπάλληλα καὶ πολύστονα δεινὰ πολλὰς καὶ διαφόρους δυστυχίας προλαβόντως ἐπέφερον, πολὺ δὲ περισσότερον κατὰ τὴν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καθ᾿ ἣν ἅπασα ἡ Ἑλληνικὴ φυλὴ ἀπεστάτησε κατὰ τοῦ Σουλτάνου ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως καὶ ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Οἱ φόνοι, αἱ ἁρπαγαί, αἱ λεηλασίαι, αἱ πυρπολήσεις καὶ λοιπὰ συμβάντα ἐξιστοροῦνται ἐν τῇ Γενικῇ Ἱστορίᾳ τοῦ Ἔθνους. Ἡμεῖς δὲ θὰ περιορισθῶμεν εἰς τὴν ἀνεύρεσιν τινῶν ἱερῶν κειμηλίων τῆς εὐαγοῦς Ἱερᾶς αὐτοκρατορικῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου ἐν Ἄθωνι, παρακατατεθειμένων ἐν Κρήτῃ ὑπὸ τῶν ἁγίων πατέρων τῆς Μονῆς καὶ ἀφανῶν ὄντων ἐπὶ δέκα ἔτεσι, θείως πως ἀνακαλυφθέντων διεσώθησαν ἐν Θήρᾳ· α) Μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, β) οὐκ ὀλίγου Τιμίου Ξύλου τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος καὶ γ) ἡ Τιμία Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἐπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου.
Μόλις ἡ ἀνεύρεσις τῶν ἁγίων ψιθυρίζεται καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ζαχαρίας Κυριακὸς σπεύδει πρὸς ἐκεῖνον, δι᾿ οὗ τὰ ἱερὰ ταῦτα διεφυλάττοντο καὶ ἐξαιτεῖται αὐτά, ἀλλ᾿ ἡ σύζυγος αὐτοῦ ἠρνεῖτο αὐτά, σκοποῦσα νὰ μεταφέρῃ αὐτὰ εἰς Εὐρώπην καὶ ἐκεῖ νὰ τὰ ἐκποιήσῃ ἢ νὰ τὰ καταθέσῃ ἐπ᾿ ἀμοιβῇ χρημάτων πολλῶν. Ἡ συζήτησις αὕτη ἐξακολούθει τρία ὁλόκληρα ἔτη, ὅτε αἴφνης ἐπαρουσιάσθησαν οἱ Πατέρες, ὁ Προηγούμενος Διονύσιος Βατοπεδινὸς καὶ Στέφανος Ἐφέσιος μοναχὸς τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Βασιλικῆς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου καὶ ἀπέδειξαν καὶ ἐπεβεβαίωσαν τὴν πραγματικότητα τῶν ἱερῶν καὶ τὴν πρὸς τοὺς κατόχους κατάθεσίν των ἀπὸ τοὺς Πατέρας τοῦ Μοναστηρίου, εἰς Κρήτην.
Κατὰ τὸ 1821, ὅτε σφοδροτάτη ὑπῆρχεν ἡ καταδίωξις καὶ γενικὸς ὁ ἐξολοθρεμὸς τῶν χριστιανῶν τῆς Κρήτης, οἱ Πατέρες εὑρέθησαν ἐκεῖ μετὰ τῶν ἱερῶν κειμηλίων, κεκλημένοι ὄντες παρὰ τῶν χριστιανῶν πρὸς ἀποδίωξιν τῆς μαστιζούσης τὸν τόπον νόσου πανώλους, ὄντες καταδιωκόμενοι ὑπὸ τῶν ἀγρίων Ὀθωμανῶν, κατέφυγον εἰς τὸ ἐν Ἡρακλείῳ Ἀγγλικὸν Προξενεῖον πρὸς διάσωσίν των. Ὁ Πρόξενος Δομήνικος Σανταντώνιος καὶ ἡ σύζυγος αὐτοῦ Στεφανία Γιαμαλακενοπούλα, διὰ νὰ γλυτώσουσιν αὐτοὺς ἀπὸ τὸν βίαιον θάνατον αὐτῶν ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν, κατεβίβασαν αὐτοὺς διὰ σχοινίου ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ Προξενείου διὰ νυκτὸς ἐν τῷ λιμένι, ὅπου πλοῖον ἕτοιμον πρὸς ἀπόπλουν περιμένον αὐτούς, ἀπέπλευσεν. Τὰ δὲ ἱερὰ κειμήλια καὶ πάντα τὰ ἀφιερώματα ποὺ εἶχον συνάξει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἔμειναν εἰς τὴν κατοχὴν τοῦ Προξενείου πρὸς διαφύλαξιν.
Ἀπειλουμένων δὲ καὶ τῶν Προξένων ὑπὸ τῶν ἀγρίων Ὀθωμανῶν, ἤρξαντο ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου καὶ ἀνεχώρουν ἐκ τοῦ Προξενείου κατ᾿ εὐθεῖαν διὰ τὴν Εὐρώπην. Εὐτυχῶς δὲ τὸ πλοῖον ἐφ᾿ οὗ εἶχε ἐπιβιβασθῇ καὶ ὁ Ἄγγλος Πρόξενος μετὰ τῆς οἰκογενείας του, φέρων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια, ὑπὸ ἐναντίου ἀνέμου διωκόμενον καὶ ὑπὸ τοῦ διαπλέοντος τὰ ὕδατα τῆς Κρήτης στόλου ἐπαπειλούμενον, προσήγγισεν εἰς Θήραν καὶ ἐλλιμενίσθη ἐκεῖ.
Ὁ Πρόξενος μετὰ τῆς οἰκογενείας του ἐξελθὼν τοῦ πλοίου εἰς Θήραν, ἀπήντησε Δυτικοὺς πολλοὺς ὁμοθρήσκους καὶ Κρήτας πολλοὺς φυγάδας, γνωστοὺς τῇ οἰκογενείᾳ του. Εὑρὼν τὴν νῆσον εὐάερον, τὸ κλῖμα αὐτῆς ὑγιέστατον, τοὺς κατοίκους ὁπωσοῦν μορφωμένους καὶ ἀγαθούς, ἀπεφάσισε τὴν εἰς Θήραν διαμονήν του, ὅπου εὗρε πράγματι φιλοξενίαν ἀρίστην. Καθ᾿ ὃ δὲ ἰατρὸς ἄριστος καὶ χειρουργὸς εὗρε τὴν τύχην του, τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος παρὰ πάντων μέχρι τοῦ 1829, ὅτε ἐπαρουσιάσθη τὸ τῶν ἱερῶν κειμηλίων ζήτημα.
Μετὰ τὴν ἔλευσιν ὅθεν τῶν ὡς εἴρηται Μοναστηριακῶν Πατέρων, δὲν ἔλειψεν ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ παρουσιάσῃ αὐτοὺς εἰς τὸν Πρόξενον καὶ νὰ διπλασιάση τὰς περὶ παραδόσεως τῶν ἱερῶν ἀπαιτήσεις των. Ἐπὶ τέλους, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν Ὀκτωβρίου, ἔχων γεῦμα τοῦ Ἀρχιερέως ὁ Πρόξενος ἐν τῇ οἰκίᾳ του, ὅπερ συχνάκις ἐσυνήθιζε διὰ τὴν ἐν τῷ μεταξύ των μεγάλην σχέσιν, παρευρέθη ἐν αὐτῷ ὁ ἀρχιδιάκονος Σεραφεὶμ Καΐρης καὶ ὁ Ἀντώνιος Σιγάλας, ἀμφότεροι εὐνοούμενοι καὶ ἀγαπώμενοι ἀπὸ τὸν Πρόξενον καὶ τὸν Ἀρχιερέα.
Μετὰ τὸ γεῦμα ἐπανέφερε πάλιν, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ὁ Ἀρχιερεὺς τὸ περὶ τῶν κειμηλίων ζήτημα, προτρέπων αὐτὸν (τὸν Πρόξενον) καὶ δεόμενος αὐτῷ τὴν παράδοσιν τῶν ἁγίων. Ὁ Πρόξενος ἐνθουσιασθεὶς καὶ κατανυγεὶς ὑπὸ τῶν αἰτήσεων τοῦ Ἀρχιερέως, ὡμολόγησε τὴν ὕπαρξιν τῶν ἱερῶν κειμηλίων, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ παραδώσῃ αὐτὰ κωλυόμενος ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς συζύγου του (ὡς εἶπε).
Βεβαιωθέντος, ὅθεν, τοῦ πράγματος, ὁ μὲν Ἀρχιερεὺς μετὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου ἔμειναν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ὅπως χειροθετήσωσι καὶ φέρωσιν εἰς οἶκτον καὶ τὴν σύζυγόν του, ὁ δὲ Σιγάλας ἐπιστρέψας εἰς τὸ χωρίον του ἔκαμε ταῦτα γνωστὰ τοῖς Πατράσι καὶ αὐθωρεὶ συνεκάλεσε τοὺς Δημογέροντας καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτῶν νὰ παραλάβωσιν αὔριον, μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν τὰς σημαίας καὶ φανάρια τῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ παρευρεθῶσιν εἰς τὸ χωρίον Πύργος, ὅπου ἔχει λόγον σπουδαῖον νὰ τοὺς ἀνακοινώσῃ. Ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἐπιρροὴ τοῦ Σιγάλα ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ ἐκείνῃ ἦτον ἀναμφισβήτητος. Ἅπαντες, λοιπόν, ἐπὶ τῇ εἰδοποιήσει τοῦ Σιγάλα, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, ἔφθασαν τὴν ἐπιοῦσαν 26 Ὀκτωβρίου 1830, ἡμέρα ἐπέτειος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἰς τὸν Πύργον καὶ ἀνεκοίνωσεν αὐτοῖς τὴν εὕρεσιν τῆς Τιμίας Ζώνης εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σανταντώνιου καὶ ὅτι ὀφείλομεν νὰ συνοδεύσωμεν αὐτὴν ἐνδόξως. Τότε παραλαβόντες καὶ τοὺς Πατέρας ὅδευσαν κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σαταντώνιου. Πρὶν δὲ ὁ λαὸς φθάση εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ Σιγάλας εἰδοποίησε περὶ πάντων τούτων τὸν Ἀρχιερέα, ἡ δὲ πανιερότης του τὸν Πρόξενον, ὅστις ἀκροαζόμενος τὴν συνεχῆ κωδωνοκρουσίαν τῶν χωρίων, τὸν λαὸν συναθροιζόμενον (διότι ἅμα οἱ Πατέρες καὶ ὁ λαὸς ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὸν Πύργον, ἐν ἀκαρεὶ διεδόθη εἰς τὰ χωρία ἡ εἴδησις περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης καὶ πρὶν οὗτοι φθάσωσιν εἰς τὸν τόπον, λαὸς πολὺς ἦτο συναθροισμένος), ἔσπευσεν ἀμέσως ἐνθουσιῶν ν᾿ ἀνοίξῃ ἕνα κιβώτιον ἐξ οὗ ἐξήγαγεν ἓν κάλυμμα χρυσοκέντητον καὶ ἥπλωσεν ἰδίαις χερσὶν ἐπί τινος τραπέζης, ἐν τῷ μέσῳ τῆς αἰθούσης κειμένης. Ἐξάγει ἐκ τοῦ κιβωτίου εἴκοσι κηρία λευκὰ καὶ τοποθετεῖ τὰ κηροπήγια ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ μετὰ ταῦτα παρακαλεῖ τὸν Ἀρχιερέα νὰ παραλάβῃ τὸ κιβώτιον τῆς Τιμίας Ζώνης.
Τούτου γενομένου ἔφθασαν οἱ Πατέρες, ὥστε ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαβον αὐτὸ καὶ ἀπέθεσαν ἐπὶ τῆς προητοιμασμένης τραπέζης. Παρὰ χρῆμα δὲ ἤρξαντο τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἁγιασμοῦ καὶ ἀφοῦ ἡγίασαν τὴν οἰκίαν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ εὑρισκομένους ἤραντο τὰ Ἅγια συνοδευόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως, τοῦ ἐπαρχεύοντος κ. Χρυσοβελώνη καὶ τοῦ ρήτορος αὐταδέλφου του, προσκληθέντων ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως, ὅπως παρευρεθῶσιν εἰς τὴν προπομπὴν τῶν Ἁγίων καὶ πλῆθος λαοῦ μετέφερον αὐτό, ἔν τινι κεντρικῷ τῆς πρωτευούσης τῶν Φηρῶν τόπῳ καὶ κατέθεσαν αὐτά. Ἐκφωνήσας ὁ Χρυσοβελώνης τὸν ἁρμόδιον τῇ περιστάσει λόγον, εὐχαριστήσας τὸν Πανάγαθον Θεὸν ἐκ μέρους τοῦ παρευρεθέντος λαοῦ, δι᾿ ἧς τὸν ἠξίωσε τῆς χάριτος νὰ προσκυνήσῃ τὰ τοιαῦτα θεῖα ὄντα καὶ τὸν συνεργήσαντα εἰς τὴν ἀνακάλυψιν καὶ παράδοσιν αὐτῶν τῶν ἱερῶν κειμηλίων, πρὸς οὓς ἀνήκουσιν, Ἀρχιερέα.
Μετὰ ταῦτα προσκυνήσαντες καὶ ἁγιασθέντες οἱ ἐν τοῖς μεμακρυμένοις χωρίοις συναθροισθέντες πολῖται, ἤραντο αὖθις τὰ ἅγια οἱ Πατέρες συνοδευόμενοι ὑπὸ τοῦ Ἀρχιερέως καὶ πλήθους λαοῦ τῶν κάτω χωρίων τῆς νήσου καὶ μετέφερον ταῦτα ἐν τῷ ἐν Πύργῳ καταλύματί των καὶ κατέθεσαν ἐπὶ ὁλοκλήρους ὥρας εἰς προσκύνησιν τοῦ συναθροισθέντος πλήθους.
Τοιαύτη συγκίνησις τῶν κατοίκων τῆς Θήρας καὶ σέβας πρὸς τὰ Θεῖα, οὐδέποτε ἄλλοτε ἐφάνησαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας.
Ἔκτοτε, ἅπας ὁ λαὸς ὡς σμῆνος μελισσῶν συνήρχετο εἰς τὸ κατάλυμα τῶν Πατέρων εἰς προσκύνησιν τῶν ἁγίων.
Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν πρόσκλησις τοῦ κ. Χρυσοβελώνη καταφθάνει εἰς τοὺς Πατέρας προσκαλοῦσα αὐτοὺς μετὰ τῶν Ἁγίων εἰς τὸ Διοικητήριον.
Κατὰ συνέπειαν δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ἐπαρουσιάσθησαν εἰς τὴν εὐγένειάν του, ὅστις ὑπεδέχθη αὐτοὺς εὐγενέστατα, αἰτήσει τοῦ ὁποίου ἡγίασαν τὸ Διοικητήριον καὶ πολλὰς ἄλλας πέριξ οἰκίας καὶ διήνυσαν τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας μέρος εἰς τὸ Διοικητήριον. Τὴν δ᾿ ἐπαύριον προσκαλέσας αὐτοὺς τοῖς παρήγγειλεν ὅτι δὲν τοῖς ἐπιτρέπεται νὰ περιφέρωνται εἰς τὰς ὁδοὺς μὲ τὰ Ἅγια, ὡς ἀποτρόπαιον καὶ πρὸς τὸ ἱερατεῖον ἀχαρακτήριστον, ἀλλὰ καὶ οἱ Πατέρες δὲν ἦσαν πρὸς τοῦτο διατεθειμένοι, ἀλλ᾿ ἐξίσου ἀπρεπὲς καὶ εἰς τὸν ἱερατικὸν χαρακτῆρα ἀνάρμοστον, ὃ ἐστοχάζοντο τὴν τοιαύτην εἰς τοὺς δρόμους μετὰ τῶν Ἁγίων περίοδον. Οὕτω, λοιπόν, ἀρκετὰ συνδιαλεχθέντες ἐπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια.
Μ᾿ ὅλας δὲ τὰς ἀπαγορεύσεις τῆς Διοικητικῆς Ἀρχῆς καὶ τὰς ἀποποιήσεις τῶν Πατέρων, ἐπὶ τῆς αἰτήσεως τοῦ λαοῦ, ὁ λαὸς ἐνθουσιῶν ὑπὸ θρησκευτικοῦ ζήλου, ἁμιλλώμενοι πρὸς ἀλλήλους οἱ κάτοικοι ἑκάστου χωρίου, προσεκάλουν τοὺς Πατέρας μὲ τὰ τόσον ἀξιοσέβαστα ἅγια πρὸς ἁγιασμόν των.
Τὰ ὁποῖα πάντοτε μεγαλοπρεπῶς, εὐλαβοῦς κατανύξεως καὶ συνεχῶν πυροβολισμῶν συνώδευον μέχρι τοῦ χωρίου των, ὅπου δι᾿ ὁλονυκτίου ἀγρυπνίας ἑώρταζον τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
Οὕτω παρήρχοντο αἱ ἡμέραι τοῦ λαοῦ πρὸς τὰ ἱερὰ διατεθειμένου καὶ εἰς τοιοῦτον τοῦ θρησκευτικοῦ προβεβηκότος μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ νέου Διοικητοῦ Θήρας κ. Λάτρη, ὅτε ὁ μισόκαλος διάβολος καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν πολέμιος, κατατηκόμενος ὑπὸ τοῦ φθόνου διὰ τὴν περὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια ἀφοσίωσιν τῶν χριστιανῶν, ἐνέπνευσεν εἰς τὸν νέον διοικητὴν τὴν σατανικὴν ἰδέαν ν᾿ ἀποσύρῃ τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν προσκύνησιν τῶν Θείων, ἀποσπῶν αὐτὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Ἅμα, λοιπόν, τῇ ἐνταῦθα ἐλεύσει του καὶ τὰ ἡνία τῆς Διοικήσεως ἀναλαβών, πρώτη πρᾶξις αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἔντονος διαταγὴ πρὸς τοὺς Ἁγιορείτας Πατέρας ν᾿ ἀναχωρήσωσιν ἀμέσως ἀπὸ τὴν νῆσον. Ἀλλ᾿ ὁ λαὸς ἅπαξ διατεθειμένος ὡς εἴρηται, ἀντέστη κατὰ τῆς διαταγῆς του, ἐπιμένων ν᾿ ἁγιασθῆ πρῶτον ἅπας ὁ τῆς νήσου λαὸς καὶ τότε ν᾿ ἀναχωρήσωσι.
Ὅθεν καὶ καιροῦ διάστημα οὐ πολὺ διετέλει ἁγιαζόμενος, ἐφ᾿ ᾧ καὶ ἐφιλοδώρει τοὺς φέροντας πατέρας κατὰ τὴν αὐθόρμητόν του ἕκαστος προαίρεσιν. Ὁ δὲ Διοικητὴς ἐν ὅλῳ τούτῳ τῷ διαστήματι δὲν διέταττεν ἄλλο, εἰ μὴ τὰ κατὰ τῶν ἁγίων καὶ δὲν ἀπέβλεπεν εἰς ἄλλο, εἰ μὴ νὰ δράξῃ εὐκαιρίας καὶ εὐπροφασίστου ἀφορμῆς πρὸς ἐκτέλεσιν τοῦ σκοποῦ του. Καὶ μολονότι ταῦτα προβλέποντες, ὅ τε Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ Πρόκριτοι τῶν χωρίων δὲν ἔπαυον καθ᾿ ἑκάστην νὰ παρακινῶσιν αὐτὸν ν᾿ ἀναβάλῃ τὸν σκοπόν του, μέχρι τῆς τελείας τοῦ λαοῦ ἐξαγιάσεως, μὴ ἐκ τῆς ἐπιμονῆς του ταύτης ἐπέλθῃ ταραχή τις εἰς τὸ Δημόσιον.
Τελευταῖον δὲ ὅτε καὶ τὸ ἀμετάθετον τῆς διαθέσεώς του πλέον βλέποντες οἱ Πατέρες, ἤρξαντο παρασκευάζεσθαι τὰ τῆς ἀναχωρήσεώς των εἰς χωρίον ὅπου διέμενον, οὐκ ὀλίγον ἀπέχον τῆς κεντρικῆς τῆς νήσου πόλεως καὶ τοῦ Διοικητηρίου. Αἴφνης περὶ τὴν λῆξιν τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος, ἤτοι τῇ Κυριακῇ τῆς Τυρινῆς, διατάττει αὐτοὺς νὰ παρευρεθῶσιν αὐθημερὸν ἐν τῷ Διοικητηρίῳ μετὰ τῶν Ἁγίων, ὡς δῆθεν ἁγιασθησόμενος. Οὔτε τὸ πρὸς τὰ τοιαῦτα ἀνάρμοστον τῆς ἡμέρας, οὔτε αἱ τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν πρὸς τὸ τοιοῦτον κίνημα ἀντιστάσεις, οὔτ᾿ ἄλλο τι ἠδυνήθη νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς Ἁγιορείτας, καίτοι μακρὰν ἀπέχοντας τοῦ χωρίου, ἀπὸ τοῦ νὰ ὑπάγωσιν εἰς ἐκτέλεσιν τῆς Διοικητῆς διαταγῆς του. Ἀλλὰ λαβόντες τὰ Ἅγια μετέβησαν εἰς τὴν πρωτεύουσα Φηρῶν, εἴς τινα φιλικὴν οἰκίαν πλησιάζουσαν εἰς τὸ Διοικητήριον. Ἔπεμψαν δὲ πάραυτα ἐξετάσαντες, ἂν κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν εὐηρεστεῖτο νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸ Διοικητήριον χάριν ἁγιασμοῦ (τοῦτο δὲ ἐθεώρησεν ὡς ἔγκλημα, διέτριβεν δὲ τὴν ὥραν ταύτην καὶ ἐτρύφα εἰς μακρινὴν οἰκίαν). Ὅθεν καὶ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ μαθόντες περιέμενον ἀγογγύστως. Πλησιαζούσης δὲ τῆς ἑσπέρας, πέμπουσιν πάλιν ἐρευνῶντες ἂν ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Διοικητήριον. Ὅτε εἷς τῶν Γραμματέων του, ἐλθὼν πρὸς αὐτοὺς τοὺς εἶπεν, ὅτι δὲν ἐπέστρεψεν ἀκόμη καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ θὰ ἐπιστρέψῃ.
Οἱ Ἁγιορεῖται, καίτοι κεκμηκότες ἐκ τῆς ὁδοπορίας, ἐκ τῆς πείνης, ἐκ τῆς στενοχωρίας νὰ μένωσι καθ᾿ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς ξένην οἰκίαν, τὸν περιέμενον μεθ᾿ ὑπομονῆς. Περὶ τὰς δυσμὰς τοῦ ἡλίου, ἐπιστρέψας καλεῖ αὐτοὺς διὰ τοῦ πολιτάρχου εἰς τὸ Διοικητήριον καὶ ἐπιμένει νὰ τοὺς ἀφαιρέσῃ τὰ Ἅγια. Εἰς μάτην δέονται αὐτῷ οἱ Πατέρες, εἰς μάτην δικαιολογοῦνται ὅτι δὲν κατέχουσι τὰ Ἅγια ληστρικῶς, οὐδὲ διὰ τῆς βίας, εἰς μάτην ἐπεβεβαίωσαν αὐτὸν περὶ τῆς ὅσον ἔνεστι ταχείας ἐκ τοῦ τόπου ἀναχωρήσεώς των, εἰς μάτην ἐδεήθησαν αὐτῷ λέγοντες, ἂν οὕτως ἐπιμένῃ ν᾿ ἀποκλείσῃ τὰ Ἅγια νὰ συμπεριορίσῃ ὁμοῦ καὶ αὐτούς, ἀλλ᾿ οὐδεμίαν ἀκρόασιν δοὺς αὐτοῖς, ἀπῆλθε τοῦ Διοικητηρίου, ἐπιτάξας τοὺς αὐτὸν Πολιτάρχην, Ἀστυνόμον καὶ τοὺς Γραμματεῖς ν᾿ ἀποκλείσωσιν ἐν κιβωτίῳ τὰ Ἅγια, νὰ σφραγίσωσι καὶ διατηρήσωσι τὸ κιβώτιον εἰς τὸ Πολιταρχεῖον, ὅπερ καὶ ἔπραξαν.
Ταῦτα πληροφορηθεὶς ὁ Ἀρχιερεὺς ἀπέστειλε διὰ νυκτὸς τὸν Ἀρχιδιάκονόν του εἰς τὸν Διοικητὴν διαμαρτυρόμενος κατὰ τῆς αὐθαιρεσίας του. Ἀποδεικνύων αὐτῷ ὡς πρᾶγμα ἀνάρμοστον ὁ παρὰ τῷ Πολιταρχείῳ ἀποκλεισμός, αἰτούμενος νὰ μείνωσι ταῦτα ἐν τῷ Μητροπολιτικῷ ναῷ, μέχρι τῆς ἀναχωρήσεως τῶν Πατέρων, ὡς πράγματα θεῖα καὶ ἱερά, ἀνήκοντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Ἀρχιερέα αὐτῆς, οὐχὶ δὲ εἰς τὸ Πολιταρχεῖον.
Ὡς πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο ζήτημα ἐνέδωσε κατ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ προσεκάλεσε τὸν Ἀρχιδιάκονον νὰ ἐπανέλθῃ αὔριον καὶ νὰ συνομιλήσωσι περὶ τοῦ πρακτέου. Πρὶν δὲ ἐπανέλθῃ ὁ Ἀρχιδιάκονος εἰς τὸ Διοικητήριον, ἀποστέλλεται ὁ Διοικητικὸς Γραμματεύς, λίαν πρωῒ μὲ ἔντονον ἐπίσημον πρὸς τὸν Ἀρχιερέα Γράμμα ν᾿ ἀναχωρήσωσι ἀνυπερθέτως οἱ Ἁγιορεῖται. Νὰ καλέσῃ δ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπιπλήξῃ διὰ τοὺς ἀπρεπεῖς καὶ ἀτάκτους κατὰ τῆς Διοικήσεως ἐκφωνηθέντας λόγους αὐτῶν, καίτοι προσκληθέντες ἐβεβαίωσαν, ὅτι οὐδέποτε τοιοῦτοι λόγοι ἐλέχθησαν εἰς τὸ Διοικητήριον ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν.
Ἰδὼν ὁ Ἀρχιερεὺς ὅτι ὁ Διοικητὴς φάσκει καὶ ἀντιφάσκει καὶ οὐδεμίαν ἐν ταῖς ὑποσχέσεσιν αὐτοῦ στηριζόμενος καὶ ὅτι ἐπιμένει εἰς τὸν παράτολμον σκοπόν του, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ βλέπων τὴν δικαίαν τοῦ λαοῦ ἀγανάκτησιν, δυναμένην νὰ ἐπιφέρῃ ἀπαίσιόν τι κατὰ τῆς Διοικήσεως, ἀπευκταῖον δὲ καὶ κατ᾿ αὐτῆς τῆς ἰδίας Κυβερνήσεως, λαβὼν καὶ τὴν γνώμην τῶν προκριτοτέρων τῶν χωρίων ἀνδρῶν καὶ θρησκευτικῷ ζήλῳ ὁρμώμενος, ἔσπευσε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸ Διοικητήριον καὶ ἐζήτησε νὰ συνομιλήσῃ μετὰ τοῦ Διοικητοῦ. Ἀντὶ τοῦ ὁποίου ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἀστυνόμος καὶ ὡς ἄλλος Γενίτσαρος ἢ δήμιος ἐρωτᾷ τὸν Ἀρχιερέα· «Τί ζητεῖς Δέσποτα; Ἔρχομαι ἐκ μέρους τοῦ Διοικητοῦ νὰ σ᾿ εἴπω, ἐὰν διὰ τὴν τῶν Ἁγιορειτῶν ὑπόθεσιν τὸν θέλεις δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ ἄπελθε εἰς τὰ ἴδια. Διότι ὑστερεῖται τῆς τοιαύτης εὐκαιρίας. Ἂν δὲ ἄλλο τι χρήζεις δύνασαι ἀπὸ τὴν οἰκίαν σου νὰ τῷ παραστήσῃ ἐγγράφως τὴν ἀνάγκην σου». Οὕτω ὁ Ἀρχιερεύς, οὔτε τῆς προσωπικῆς ἐντεύξεως τοῦ Διοικητοῦ ἀξιωθείς, ἀπῆλθεν ἄπρακτος εἰς τὰ ἴδια.
Μετὰ δὲ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἀρχιερέως ἀπὸ τὸ Διοικητήριον, ἄνευ ἀποτελέσματος, ἡ ἀγανάκτησις τοῦ λαοῦ ἐκορυφώθη ὑπὲρ τὸ δέον, δυσανασχετοῦντες καὶ ὀργιζόμενοι κατὰ τοῦ Διοικητοῦ, διὰ τὴν πρὸς τὸν Ἀρχιερέα ἐπιδειχθεῖσαν ἀσέβειαν καὶ περιφρόνησιν. Ἀλλὰ αἱ συμβουλαὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων, τὸ ἐπιεικὲς τοῦ Ἀρχιερέως, τὰ ἀπὸ ἀγαθῆς τινος πηγῆς καὶ τῶν προκρίτων ἐκχεόμενα συμβουλευτικὰ νάματα, κατεπράϋνον μὲν πρὸς καιρὸν τὴν ὀργὴν ταύτην τὴν ἤδη προϊοῦσαν καὶ ἐξογκουμένην.
Ἀλλ᾿ ὁ λαὸς τὸν θρησκευτικὸν πάντοτε εἰς τὴν ψυχήν του ἐνεφύλαττε ζῆλον ὡς ὑπόκαυμα νὰ πυρπολήσῃ πᾶν τὸ προστυχόν, ἅμα ἤθελε τῷ δοθῇ πρὸς τοῦτο μικρὰ ἀφορμή. Οὕτω, λοιπόν, οἱ Ἁγορεῖται τὰ πράγματα βλέποντες καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ λαοῦ κορυφουμένην ἀγανάκτησιν θεωροῦντες καὶ ὑποπτευόμενοι ἀπαίσια ἀποτελέσματα, ἀπεφάσισαν τὴν ἀναχώρησίν των, ὡς μέσον θεραπευτικὸν τῶν κακῶς ἐχόντων. Διὸ μετέβησαν εἰς τὸ Διοικητήριον τὴν ἄδειαν τῆς ἀναχωρήσεώς των αἰτησάμενοι. Ἀπαξιώσας δ᾿ αὐτοῖς τῆς πρὸς ἑαυτὸν (τὸν Διοικητὴν) παρουσίας τῶν πατέρων, ἀνήγγελεν αὐτοῖς ὅτι ἔχουσι τὴν ἀναχώρησίν των ἐλευθέραν. Διὰ δὲ τοῦ Ἀστυνόμου ἀνήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἡ Διοίκησις θέλει φροντίσει πλοῖον διὰ νὰ μεταφέρῃ αὐτοὺς εἰς Σῦρον. Αὐθημερὸν δὲ ἡ Διοίκησις διὰ προκηρύξεως ἀπηγόρευσε πάντα ἕκαστον ἀπὸ τοῦ νὰ γράψῃ ἢ δώσῃ ὑπογραφὴν εἰς τοὺς Ἁγιορείτας περὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως. Ἀπέπλευσεν δ᾿ ἐντεῦθεν περὶ τὰς ἀρχάς τοῦ Μαρτίου 1831.
Ἐν ὅλῳ δὲ τῷ διαστήματι τῆς ἐνταῦθα διαμονῆς των συνήθροισαν ἀπὸ ἀφιερώματα καὶ αὐτοπροαιρέτους συνεισφορὰς τῶν χριστιανῶν χρήματα ἱκανά, κοσμήματα, χρυσοΰφαντα ἐνδύματα καὶ κηρία. Ἐξ ὧν ἐδόθησαν εἰς ἀμοιβὴν καὶ ἀποζημίωσιν πρὸς τὴν κ. Στεφανίαν Γιαμαλακενοπούλα, σύζυγον τοῦ Δομήνικου Σανταντώνιου γρόσια 15 χιλιάδες.
Μεταβάντων δὲ τῶν Ἁγιορειτῶν ἐν τῇ οἰκείᾳ αὐτῶν Μονῇ ἐκατεσκεύασαν μὲ Θηραϊκὰ χρήματα μίαν πεντάφωτον λυχνίαν χρυσῆν, καιομένην ἐνώπιον τῆς σοροῦ τῆς Τιμίας Ζώνης, ὀνομάσαντες αὐτὴν «Θήραν» (Σαντορίνη) καὶ ἐποίησαν ἰδιαιτέραν ἀκολουθίαν περὶ τῆς τελευταίας εὑρέσεως αὐτῆς τῆς Τιμίας Ζώνης. Ἀντιπροσώπους των οἱ Ἁγιορεῖται ἀφῆκαν εἰς Θήραν τὸν Ἀρχιδιάκονον Σεραφεὶμ Καΐρην καὶ τὸν κ. Ἀντώνιον Ν. Σιγάλαν, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχον στενὴν κατὰ τὰ δύο ἔτη εἰς τὴν Μονὴν διαμονήν των σχετικὴν ἀλληλογραφίαν, ἀπελθόντων δὲ εἰς Ἰάσιον τῆς Μολδαβίας ἀπεβίωσαν ἀμφότεροι.
Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Δομηνίκου Σαταντώνιου ἀνεκαλύφθη μέσῳ τοῦ Σιγάλα καὶ τοῦ Ἀρχιδιακόνου Καΐρη, μία εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, δῶρον Ρωσικόν, ἀνήκουσα εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν τοῦ Βατοπεδίου, περὶ ἧς εἰδοποιηθέντες οἱ Πατέρες ἀπέστειλαν εἰς Θήραν ἀντιπρόσωπόν των καὶ παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ μέρος τῆς Τιμίας Ζώνης, ὅπερ εἶχεν ἀφαιρέσει, μυστικῷ τῷ τρόπῳ, ἡ κ. Στεφανία Σαταντώνιου, πληρώσαντες δι᾿ αὐτὰ γρόσια πέντε χιλιάδες, καταβληθέντα ὑπὸ τῶν Θηραίων.
Τὸ κιβώτιον τὸ περιέχον τὴν Τιμίαν Ζώνην εἶναι ὅλον χρυσοῦν ἔχον μέγεθος καὶ σχῆμα ὡς τὸ ἐπισυνημμένον δεῖγμα. Ἐπ᾿ αὐτοῦ δὲ διεκρίνοντο τρία ἴσα μέρη, δι᾿ ὧν ἐδηλοῦτο τὸ μέγεθος τοῦ τμήματος τούτου τῆς Τιμίας Ζώνης (διότι δὲν ἦτο ὁλόκληρος ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ τμῆμα ἐκείνης) καὶ τὰ μὲν δύο ἄκρα τοῦ τμήματος τούτου ἦσαν κεκαλυμμένα διὰ τῆς αὐτῆς χρυσῆς πλακὸς δι᾿ ἧς καὶ τὸ κιβώτιον, τὸ δὲ μεσαῖον ἦτον ἀνοικτὸν καὶ διεκρίνετο καθαρῶς τὸ ὕφασμα ἐκ τριχὸς καστανοῦ χρώματος μὲ χρυσᾶς κλωστὰς συνυφασμένον, ἃς (ὡς λέγουν) προσέθεσεν ἡ Βασιλὶς Πουλχερία χάριν εὐλαβείας. Ὁ δὲ Σταυρὸς περιέχων Τίμιον Ξύλον ἦτο τετραμερής, μέγεθος ἔχων ὅσον ὁλόκληρα τὰ φύλλα τοῦ παρόντος ἀνοικτὰ (Σ.Σ. περίπου 40 ἑκατοστά), κεκοσμημένος μὲ διαφόρους ὑαλίνους λίθους, ἐξ ὧν ἦσαν πολλοὶ ἀφηρημένοι (ὡς λέγουν) ἀπὸ τὴν σύζυγον τοῦ Δομηνίκου, τοὺς ὁποίους ἄλλους μὲν ἐδώρησεν εἰς φίλας της Δυτικὰς κυρίας, ἄλλους δὲ ἐξεποίησε πρὸς χρῆσιν της. Τὸ δὲ Τίμιον Ξύλον εἶχε μέγεθος ἑπτὰ δακτύλων, ὡς ἔγγιστα, κατὰ τὸ μῆκος, κατὰ δὲ τὸ πλάτος ἑνὸς καὶ ἡμίσεος δακτύλου.
Ἡ δὲ Τιμία Κάρα Ἀνδρέα τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἦτον ἀσκεπής, ἧς τὸ κιβώτιον μεῖναν ἐν Κρήτῃ μὲ διάφορα ἄλλα ἀφιερώματα ἐστάλη ἀδελφὸς τῆς Μονῆς ἐπὶ τούτῳ διὰ νὰ μεταφέρῃ ταῦτα ἐν Θήρᾳ, ἀλλὰ πληροφορηθεὶς τὴν ἐντεῦθεν ἀναχώρησιν τῶν Πατέρων μετέφερεν αὐτὰ εἰς Σῦρον, ὅπου ἦσαν καὶ οἱ Πατέρες.
Καὶ τὰ τρία ταῦτα καὶ ἱερὰ κειμήλια εὐωδίαζον ἄρρητον εὐωδίαν, πολλάκις ἠσθάνοντο τὴν εὐωδίαν ἄνθρωποι διαβαίνοντες ἀπὸ τὴν οἰκίαν ὅπου ἦσαν ταῦτα τεθειμένα ἢ ὁσάκις ἤθελον μεταφέρει αὐτὰ εἴς τινα χωρία εὐωδίαζον αἱ ὁδοὶ τοῦ χωρίου ἐκείνου. Τοῦτο εἶναι ἀληθέστατον καὶ ὁμολογούμενον παρὰ πάντων.
Ἀντώνιος Ν. Σιγάλας»
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 14 - 115 21 ΑΘΗΝΑΙ
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 447
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 14 - 115 21 ΑΘΗΝΑΙ
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. 447
ΔΙΕΚΠ. 417
ΑΘΗΝῌΣΙ τῇ 9η Ἀπριλίου 1997
Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην
Θήρας, Ἀμοργοῦ καὶ Νήσων κ. Παντελεήμονα
Εἰς Θήραν
Θήρας, Ἀμοργοῦ καὶ Νήσων κ. Παντελεήμονα
Εἰς Θήραν
Σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ ἀδελφέ,
Συνοδικῇ ἀποφάσει, ληφθείσῃ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς 2ας ὁδεύοντος μηνὸς Ἀπριλίου ἐ.ἔ., καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ᾿ ἀριθμ. πρωτ. 36/12.2.1997 ὑμετέρου ἐγγράφου, περὶ ἐγκρίσεως ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δύο Ἀπολυτικίων ἐπὶ τῇ εὑρέσει τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου ἐπισυμβάσει ἐν Σαντορίνῃ τῇ 10ῃ Ὀκτωβρίου 1830, ποιηθέντων ὑπὸ τοῦ Μουσικολογιωτάτου κ. Ματθαίου Μηνδρινοῦ, γνωρίζομεν ὑμῖν ὅτι, κατόπιν εἰσηγήσεως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ Ἔργου, ἐγκρίνονται τὰ ὡς ἄνω Ἀπολυτίκια πρὸς τοπικὴν χρῆσιν ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς καθ᾿ ὑμᾶς Θεοσώστου ἐπαρχίας.
Ἐπὶ δὲ τούτοις, κατασπαζόμενοι τὴν ὑμετέραν Σεβασμιότητα ἐν Κυρίῳ, διατελοῦμεν μετ᾿ ἀγάπης.
+ Ὁ Ἀθηνῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Πρόεδρος
Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς
+ Ὁ Διαυλείας Δαμασκηνὸς
+ Ὁ Διαυλείας Δαμασκηνὸς
Κοινοποίησις·
Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ Ἔργου.
Παρ᾿ ἡμῖν.
Συνοδικὴν Ἐπιτροπὴν Θείας Λατρείας καὶ Ποιμαντικοῦ Ἔργου.
Παρ᾿ ἡμῖν.
Ἡ προμετωπίδα τοῦ χειρογράφου τῆς Ἀσματικῆς Ἀκολουθίας περί τῆς εὑρέσεως καί ἐπανόδου τῆς Τιμίας Ζώνης στήν ἱερά Μονή Βατοπαιδίου. Φυλάσσεται στή Δημοτική Βιβλιοθήκη Σάμου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ
Συντεθέντα ἐπὶ τῇ εὑρέσει τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαντορίνη ἡ νῆσος χαίρει ἅπασα σήμερον, ὅτι ἐν αὐτῇ ἀνευρέθη θεία Ζώνη σου Ἄχραντε· καὶ ταύτην ὡς θησαύρισμα σεπτόν, λαός σου εὐσεβὴς διέσωσεν· ἐμπλησθεὶς δὲ σῶν δωρεῶν Βατοπαιδίου Μονῇ ἐπανήγαγε· Δόξα τῇ θείᾳ Ζώνῃ σου Ἁγνή· Δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου· Δόξα τῇ πρὸς τὴν νῆσον ἀρωγῇ σου Δέσποινα.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τιμίας σου Ζώνης Θεοχαρίτωτε, ἧς τὴν ἀνεύρεσιν πιστῶς ἐν Θήρᾳ σήμερον, κατηξίωσας ἡμᾶς τιμᾶσθαι ἐν τῷ ναῷ σου· ὃν διὰ χάριτος τῆς σῆς, ἰατρεῖον ἀσθενῶν ἀνάδειξον τῷ λαῷ σου· καὶ σοῦ δεόμεθα Παναγία, περίζωνε ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
Χαῖρε Θεία Ζώνη πανευκλεής, ἡ τῆς Θεοτόκου περιζώσασα τὴν ὀσφύν, χαῖρε ἰατρεῖον Θηραίων τῶν νοσούντων καὶ τῆς Βατοπαιδίου Μονῆς ἀγλάϊσμα.
Νόσων καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, λύτρωνε τὴν νῆσον τῇ σῇ χάριτι πανσθενῶς Ζώνης σου Τιμίας, Θεόνυμφε Παρθένε, καὶ τοὺς ἀεὶ τιμῶντας τὴν θείαν εὕρεσιν.
Ψάλλουσι Θηραῖοι πανευλαβῶς, ὑμνωδίαν, Μῆτερ, τῆς Τιμίας σου καὶ σεπτῆς Ζώνης Θεοδόχου σήμερον τῇ εὑρέσει, ἣν θαυμαστῇ δυνάμει σου διεφύλαξαν.
Μνήσθητι Παρθένε καὶ τῶν ψυχῶν, ἐπισκόπου Θήρας Ζαχαρίου καὶ μοναχῶν, ἐν ὁσιωτάτοις Μονῆς Βατοπαιδίου, Διονυσίου μάκαρος, σὺν Στεφάνῳ τε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου