Μετά από τα αποκριάτικα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς, οι Σαντορινιοί ετοιμάζανε τα δισάκια τους για να γιορτάσουνε την Καθαρή Δευτέρα στα εξωκλήσια της Σαντορίνης. Αυτή η έξοδος ήτανε ομαδική. Άλλοι με καβάλες και άλλοι με τα πόδια ξεκινούσανε την αυγή της Καθαρής Δευτέρας διαβαίνοντας τα ριμίδια του κάμπου και αποζεύοντας σε κάποιο σε κάποιο ερημοκλήσι. Εκεί ανάβανε τα αγιοκάνδηλα και θυμιάζανε με μοσκολίβανο ή καμιά φορά με αλιφασκιά, σαν δεν εύρισκαν λιβάνι, στρώνανε τις πετσέτες τους στην πέτρινη αυλή και καθίζανε γύρω – γύρω κατάχαμα άλλοι σταυροπόδι και άλλοι ανεκούρκουδα. Στην μέση του τραπεζιού ήταν μια τσουκάλα με φάβα από το οποίο κένωνε μια από τις γυναίκες..(Πολλές φορές τη φάβα την μαγειρεύανε επιτόπου με ξερά φρύγανα και ασπάλαθοι). Κοντά στο τσουκάλι έβαζαν μια γαβάθα με καπαρόκουμπα και μια τσάσκα με ξύδι για να βουτούνε τις αρακιέςκαι την αρίανη. Ολόγυρα αρέγκου – αρέγκου βάζανε τα χοντρά γάστρινα σκουτέλια με τα σαρακοστιανά, ενώ στο μπουντί της μικρής εκκλησιάς ήτανε τα φλασκιά και τα κουκουμάρια γεμάτα μπρούσκο κρασί. Το κεραστάρι, καμωμένο από κέρατο βουδιού, ήτανε αναποδογυρισμένο στο λαιμό ενός τετράγωνου παγουριού, ενθύμιο ποιος ξέρει από ποιόν πόλεμο. Σε πολλές παρέες δεν έλειπε και ο λυράρης ή ο τσαμπουνιέρης. Το φαγητό άρχιζε με τούτη την ευχή:
Άγιά μου Σαρακοστή
με την αριανή σου
να μ αξιώση η χάρη σου
και στην Ανάστασή σου.
Ενώ τρώγανε, το κεραστάρι γέμιζε και άδειαζε ντάϊμα χωρίς σταματημό από χέρι σε χέρι και ξαφνικά κάποιος από την συντροφιά σηκωνόταν ολόρθος και μ ένα γνέψιμο στον λυράρη άρχιζε να χορεύει όμορφα και ο λυράρης με το δοξάρι στο χέρι και την λύρα ακουμπισμένη στο γόνατο έπαιζε ένα γλυκό σκοπό. Τον πρώτο χορευτή τον ακολουθούσαν κι οι άλλοι κι άλλοι και το γλέντι άναβε η λύρα αγρίευε να παίζει και ο λυράρης τραγουδούσε όμορφα δίστιχα τραγούδια και ρίμες που μιλούσαν για αγάπες, για καημούς και οι χορευταράδες χόρευαν χόρευαν ξεστήθωτοι με τα ζωνάρια κρεμασμένα ως κατάχαμα σφήριζαν δυνατά σήκωναν τα χέρια κι έσκυβαν πότε μπροστά και πότε στα πλάγια και χτυπούσαν με την ανάστρεφη του χεριού τους τα μπλαντούγια τους. Ο ιδρώτας έτρεχε από το κούτελό τους μα εκείνοι χόρευαν χόρευαν χωρίς σταματημό πάνω στην πέτρινη αυλή της μικρής εκκλησιάς ή πάνω στα αγριολούλουδα του χωραφιού.
Τούτο το γλέντι καταλάγιαζε σαν ερχότανε μερέντι. Τότε οι γυναίκες μαζεύανε τα σκουτελικά και ετοιμάζανε τα δισάκια για το γυρισμό. Έπρεπε σαν κτυπούσε η καμπάνα να πάνε να ακούσουν το «Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού».
Βιβλιογραφία: Μάρκος Αβέρκιο Ρούσσος (Ήθη και έθιμα της Σαντορίνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου